Τρίτη 14 Ιουνίου 2016

Σκοτάδι για Φως



Σε έναν παράλληλο κόσμο αλλά και κάθετο σε αυτόν,
οι άνθρωποι αλληλεπιδρούσαν με έναν τρόπο ιδιαίτερο.
Η ανικανότητα του να κρυφτείς από αυτό που πραγματικά είσαι, έπαιρνε ρεαλιστικές πτυχές. Ήταν αδύνατον να κρυφτείς από την ίδια σου την σκιά και καλά κάνεις και την φοβάσαι, μιας και σε αυτόν τον κόσμο αγαπητοί μου, κάθε σκιά εδώ ήταν ο καθρέφτης της ψυχής κάθε ατόμου.

Οι όμορφες ψυχές έριχναν σκιές ως αποτυπώματα που έμοιαζαν με αγγέλους, το σκοτάδι της σκιάς φάνταζε φωτεινό και η αγνότητα εξαπλωνόταν σ' όλους τους ορίζοντες. Από την άλλη, οι διεφθαρμένες ψυχές αντικαθρέπτιζαν φθόνο, κέρατα, και φωτιές.
Οι διεφθαρμένες ψυχές δεν θα υπόκυπταν ποτέ σε κάποια διαδικασία κάθαρσης, αν και ντρέπονταν για την μαύρη σαν πίσσα καρδιά τους, αλλά όχι αρκετά, ώστε να προσπαθήσουν στο ελάχιστο για κάποια αλλαγή. Είχαν μάθει σαν άνθρωποι να προσποιούνται την καλοψυχία σαν να πήγαζε από μέσα τους, αλλά το φως πρόδιδε τις διαθέσεις τους. Όμορφοι και πονηροί, εκμεταλλευόμενοι το ό,τι είχαν, αποφάσισαν να εμφανίζονται μόνο την νύχτα. Το πέπλο της θα κάλυπτε της ασχήμιες της ζωής τους και θα άνοιγε πόρτες για περισσότερη, πολυπόθητη  διχόνοια. 

Οι άνθρωποι με τις καλές ψυχές, περήφανοι για τον εαυτό τους,
δεν είχαν λόγο να μπουν σε πειρασμούς και σε αρνητικές μεταβολές επί των εαυτών τους και για αυτό αποφάσισαν να ζήσουν τις ζωές τους κατά την διάρκεια της ημέρας.
Την ημέρα, όπου η κάθε ηλιαχτίδα θα έδινε σιγουριά και επιβεβαίωση για τις σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ των υπολοίπων του είδους. Έτσι και αλλιώς, το βράδυ είναι μονάχα για ύπνο και όνειρα γλυκά με βάση το σκεπτικό τους. Όμως ένας από αυτούς δεν μπορούσε να κοιμηθεί εκείνο το βράδυ.

Τα συνεχόμενα χάδια από την ακατάπαυστη ευγένεια, είχαν αρχίσει να του ερεθίζουν το πρόσωπο. Ήθελε κάτι νέο, κάτι το οποίο θα έπρεπε να είναι δική του επιλογή. Να μην χαρακτηρίζεται ούτε από το χρόνο μα ούτε από τη συνήθεια.
Γι΄αυτό, ένα βράδυ, σηκώθηκε απότομα πετώντας τα παπλώματα στο πάτωμα και το έσκασε απ΄το σπίτι. Πήγε να κάνει μια βόλτα ανάμεσα στα δαιμόνια της πόλης.

Το σκοτάδι ήταν πυκνό και ο άντρας είχε αρχίσει να περιπλανιέται σαν παρατηρητής στους δρόμους ψάχνοντας ένα σημάδι σε κάποιον άνθρωπο που θα του έδινε την εντύπωση πως ήταν σαν και αυτόν.

Προχωρώντας συνάντησε ένα κορίτσι. Το κορίτσι είχε αναψοκοκκινισμένα μάγουλα πάνω στα οποία έρεαν ποτάμια δακρύων από τα μάτια του και η φωνή του πνιγόταν από τον φόβο.

«Χάθηκα κύριε, δε βρίσκω την μαμά μου, μπορείτε να με βοηθήσετε;», είπε το κορίτσι και ο άντρας από συνήθεια άπλωσε το χέρι του να τη βοηθήσει. Εκείνη τη στιγμή ένα αμάξι πέρασε λούζοντας τη φιγούρα του κοριτσιού με το φως από τους προβολείς εμφανίζοντας μια σκιά που ήταν αρκετή για να ταράξει τον άντρα. Ο άντρας απομακρυνόταν ενώ το κορίτσι ζητούσε ακόμα την βοήθειά του.

Ο άντρας κοντοστάθηκε για μια στιγμή για να πάρει ανάσα και να συνέλθει. «Είστε καλά κύριε;», ακούστηκε μια γυναικεία φωνή και αυτός σηκώνοντας το βλέμμα του είδε την σιλουέτα της γυναίκας και έπειτα το πρόσωπο της. Εκείνη τον πλησίασε με ευγένεια αλλά και πόθο. Ήθελε να του κάνει παρέα αλλά αυτός φοβόταν να την κοιτάξει.
Ήταν πανέμορφη.  

«Θέλετε να έρθετε μαζί μου; Φαίνεστε κουρασμένος, ελάτε, πάμε σπίτι μου», έλεγε γλυκά η γυναίκα και εκείνος άρχισε να έχει δεύτερες σκέψεις μέχρι που ένας γέρος μπήκε στη μέση.

Ο γέρος ήταν κουτσός με μπαστούνι. Τα ρούχα του ήταν σκισμένα, τα γένια του βρωμικά και μύριζε αλκοόλ. «Δε βαρεθήκατε να σφάζεστε μεταξύ σας; Δεν βαρεθήκατε να ξεγελάτε και να ξεγελιέστε; Να κάνετε και να παθαίνετε κακό; Πως κατήντησα εδώ;», μονολογούσε ο γέρος σε μορφή διαλόγου.

Ο άντρας τον ρώτησε ποιος ήταν και τι έκανε. Φυσικά του απάντησε πως δεν θυμόταν το όνομα του, είχε τόσο καιρό να το προφέρει γιατί δεν εμπιστευόταν κανέναν κακόψυχο από τότε που άρχισε να βγαίνει το βράδυ έξω. Του είπε ότι έψαχνε κάποιον σαν και του είδους του.
Το είχε τόσο ανάγκη, τόσο που ορκίστηκε στον εαυτό του ότι δεν θα ξημέρωνε ποτέ για αυτόν το πρωί, μέχρι να τα κατάφερνε. 

Ο άντρας του εξήγησε γεμάτος χαρά ότι και αυτός είχε τους ίδιους ακριβώς σκοπούς και ότι θα άξιζε να ρισκάρει τα πάντα για να επιβεβαιώσει ότι πέτυχε τον σκοπό του. Έναν σκοπό που θα τον γέμιζε ηθικά και θα τον καληνύχτιζε πιο γλυκά και από παραμύθι. 

Ο γέρος δεν μπορούσε να σταματήσει να γελάει.
«Πιστεύεις ότι μπορείς να με κάνεις να σε πιστέψω με αυτά τα λόγια; Αφού θα εξαφανιστείς σε λίγο και εσύ όπως έκανε η γυναίκα που ήταν δίπλα σου’». Κοίταξε δίπλα του και η γυναίκα είχε γίνει καπνός. Ο γέρος συνέχισε να μιλάει. «Δε με πείθετε δαιμόνια, σας έμαθα πια, δεν μου κρύβεστε, είστε όλοι ίδιοι».

Ο άντρας δεν είπε κουβέντα στον γέρο και περπάτησε για το σπίτι του, γεμάτος φόβο γιατί δεν ήθελε να έχει την ίδια κατάληξη με τον γέρο. Όμως υπήρχε άλλο ένα συναίσθημα στην καρδιά του. Λεγόταν απογοήτευση μιας και ήταν ανοιχτός στο να εμπιστευθεί τον οποιοδήποτε, αλλά δεν σκέφτηκε στιγμή αν ο ίδιος θα ήταν έμπιστος στα μάτιά των άλλων. 

Σε όποιον κόσμο και να βρισκόμαστε οι κανόνες είναι ίδιοι, 
να προσέχεις. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου