Τρίτη 14 Ιουνίου 2016

Ο Πυροσβεστήρας



Ένας περίπατος στην κόλαση, από έναν Τυπά που προχωρούσε και έσβηνε τις φλόγες με τον πυροσβεστήρα που πετούσε σαπουνόφουσκες ψάχνοντας να βρει ενδιαφέρον, έλαβε μερος.

Από το πουθενά πήδηξε και εμφανίστηκε εμπρός του ενα κουνέλι. Ένα κουνέλι με μεγάλα αυτιά.
Αυτό του είπε, «Πες μου! Είμαι όλο αυτιά».
Ο Τυπάς δεν άργησε και απάντησε, «ασ΄τα αυτιά, που πάω;».
Και ως έκπληξη το κουνέλι του έδειξε το δρόμο με τα αυτιά του.

Έκανε δυο βήματα, ίσως και τρία αλλα ας μην το πάρω στον λαιμό μου. Πάντως το τελευταίο, το ένα, ήταν με το αριστερό και τότε είδε έναν γνωστό, από το στρατό. Έναν Ουκλανδό που του είπε δυνατά.

«ΟΥΚ ΑΝ ΛΑΒΕΙΣ, παρα του μη έχοντος».

Ο Τυπάς κοντοστάθηκε, σκέφτηκε για λίγο και δώρισε τον πυροσβεστήρα του στον Ουκλανδό. Αυτός έπαιξε για λίγο κάνοντας φούσκες αλλα ο τύπος του τον ζήτησε πίσω. Ο Ουκλανδός αρνήθηκε και ο Τυπας με τη βία, τον ξάπλωσε αρπάζοντας τον πυροσβεστήρα και φέρνοντας του τον στο κεφάλι.

Το καρούμπαλο του Ουκλανδού έδειχνε προς τα δεξιά και έτσι ο Τυπας πήγε αριστερά.

Τώρα ο Τυπας ήξερε οτι έφτανε στο κάτι ενδιαφέρον όταν τον συνάντησε. Ήταν ο φύλακας της κολάσεως, το καμάρι της, το τετράποδο, τρομακτικό και τριχωτό σαλιάρικο τέρας, που όταν νιαούριζε προκαλούσε σεισμό και δέος στους ζωντανούς, στους ψόφιους αλλα και στα φαντάσματα που δεν πίστευαν στην ύπαρξή του, το απερίγραπτο πλάσμα για το οποίο μιλάω τόση ώρα ψιθυριστά για να μη με ακούσει και γίνει χαμός, ονόματι Κωστάκης.

Ο Τυπάς πέταξε τον πυροσβεστήρα και φώναξε «πιάσ' το Κωστάκη!». Ο Κωστάκης απογειώθηκε, τον έπιασε και τον έσκασε από συνήθεια, δημιουργώντας ένα πολύχρωμο σύννεφο σαπουνάδας που έσταζε βροχή, φτιάχνοντας ένα ουράνιο τόξο που επιτέλους μπορούσα να θαυμάσω.
Τα σαπουνόνερα έρεαν προς την επιφάνειά της γης σαν ανυπάκουος καταρράκτης που έγλειφε τα τοιχώματα απαλλάσσοντάς τα απο τις φωτιές.

 Τότε συνέβη το προβλεπόμενο. Εμφανίστηκε ο Διαβολος ακριβώς όπως τον φαντάζεστε, με ανοιχτό μπουρνούζι και παντόφλες.

Ο Τυπας ίσιωσε το κορμί του, ξεροκαταπιε και ξεροειπε,
«Σε μεγάλο δρόμο βγήκα για να έρθω να σε δω».
«Εγώ φταίω που μένεις στου διαόλου την μάνα;», τον διέκοψε ο Διαβολος και το μετάνιωσε οικτρά αλλα για καλη του τύχη ο Τυπας συνέχισε να μιλάει.

«Ήρθα να πληρώσω αυτο που σου οφείλω».
Ο Τυπας έβγαλε 80 ευρώ και τα έσκασε μπροστά του.
«Η κληση για τον πυροσβεστήρα», συνέχισε ο Τυπάς.
«Μα τον Θεό, δε χρειαζόταν», τελείωσε ο Διαβολος.

Και οι δυο τους παρέμειναν σιωπηλοί για λιγο προσπαθώντας να χωνέψουν την πλοκή που εχει πάρει αυτή η ιστορια με τα νοσηρά αλλα και κατα βάση νωχελικά λογοπαίγνια που εχει υποστεί, αβέβαιοι για το άμεσο μέλλον, πόσο μαλλον για το έμμεσο παρελθόν που υπήρξε μεταξύ τους. Η ατμόσφαιρα ειχε πάρει φωτιά αλλα τα φώτα χαμήλωναν λόγο του περιστατικού με τον πυροσβεστήρα. Η σιωπή μεταξύ τους εγινε ανυπόφορη αλλα η ένταση ηταν σε ύψιστα ντεσιμπέλ.

Ο Διαβολος πηρε την πρωτοβουλία. 
«Θες να περασεις για δείπνο;», ειπε με ανασφάλεια.
«Τι έχουμε», ειπε ο Τυπας για να το παίξει δύσκολος.
«Στιφάδο κουνελιού με ουκλανδικη σάλτσα», 
απάντησε ο Διαβολος περίφανα και με το δίκιο του,
δειχνοντας το σιδερωμένο του τραπέζι και τους καπνούς που έβγαιναν απο το φούρνο.

Ο Τυπάς πέρασε μέσα.
Ο Διαβολος έκλεισε την πόρτα.
Αυτή έγινε στάχτες.



Και φάγαν αυτοι καλά και εμείς τίποτα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου