Πέμπτη 22 Ιουνίου 2017

Τα Έντομα Χορεύουν Τανγκό

Δεν έχω που να πάω. Οι σελίδες του τετραδίου τελειώνουν. Πόσα ακόμα να χορέσει το άδειο μου κεφάλι;

Έντομα χτυπάνε πάνω σε λάμπες που το φως τους τρεμοπαίζει κι ακόμα κι αν γελάω με αυτό, έπειτα σκέπτομαι ότι δεν κάνω και διαφορετική ζωή.

Μετράω σκαλοπάτια, βήματα, αστέρια και μέρες αλλά απαγορεύεται να με πάρει ο ύπνος. Μην τυχόν και ονειρευτώ. Όμως έτσι ονειρεύομαι μονάχα ξύπνιος. Κι αυτό απαγορεύεται. Τα πάντα απαγορεύονται. Εκτός κι αν δε φαίνεσαι. Τότε επιτρέπεται. Μα εγώ δεν κρύφτηκα ποτέ μου και αυτό καταλήγει πρόβλημα.

Αγαπητό μου ημερολόγιο, πάλι σε γεμίζω με αρνητικές σκέψεις. Μόνο αυτές έχω. Αυτές ή τίποτα. Δεν το κάνω επίτηδες, το ξέρεις. Εγώ δεν είμαι έτσι, εγώ δεν είμαι έτσι, εγώ δεν είμαι έτσι. Δε νιώθω άνθρωπος.

Ένα γαϊδούρι είμαι. Ένα πεισματάρικο γαϊδούρι που το χτυπάνε για να προχωρήσει. Τώρα δεν μπορεί να περπατήσει μα ακόμα το χτυπάνε, και θα το χτυπάνε συνεχώς γιατί κάποιος τους είπε ότι έτσι πρέπει και πως δε γίνεται αλλιώς. Όχι πως δοκιμάστηκε και κάτι διαφορετικό. Δεν πειράζει, μιας και δεν είναι προσωπικό. Μα ακόμα και να ήταν, ας είναι. 

Ακόμα χαροπαλεύω και επαναστατώ σε μια προσπάθεια νοητικής ανεξαρτησίας, πρωτότυπης και οργανωμένης σκέψης μα πάντα θα μοιάζω με κάποιον που δεν έχω γνωρίσει.

Ξέρω ότι το μυαλό μου σαπίζει γιατί νιώθω και βλέπω πως το πρόσωπο μου αρχίζει να λιώνει με τον καιρό. Τα χαμόγελα κρεμάνε και η επανάσταση τελειώνει μονάχα με απώλειες εγκεφαλικών κυττάρων.

Εσύ τι χρειάζεσαι; Εγώ χρειάζομαι εμένα στην επιφάνεια. Τώρα τα κουνούπια δε χτυπάνε πια πάνω στη λάμπα. Έβγαλε κρύο κι αυτά κρύφτηκαν καθώς οι λάμπες τελικά κάηκαν.

Αργεί να ξημερώσει. Εγώ σε περιμένω. Γιατί σε περιμένω; Αφού ξέρω πώς γίνεται. Όπως γίνεται κάθε φορα. Δεν ελέγχω το μέλλον μου. Σελίδα μην τελειώνεις. Αλλιώς δε θα μπορώ να μιλάω πια μόνος μου. Θα τρελαθώ. Καιρός ήταν. Όχι δεν είναι. Λίγο ακόμα. Λίγα όρια ακόμα. Μ' αρεσει να σπάω πράγματα.

Έχει πλακα όταν πάει πολύ αργά γιατί ξαφνικά γίνεται πολύ νωρίς. Τα σύνορα αυτού του διαστήματος είναι υποκειμενικά κι έτσι βλέπουμε πόσο διαφορετική ζωή ζει ο καθένας.

Αν τη ζει. ΠΑΦ. Έσκασε και το τελευταίο κουνούπι. Πώς έγινε αυτό;



Ορίστε, χαρούμενοι;

Και τώρα που έμεινα μόνος μαζί σου, θέλω να σε ρωτήσω πώς γίνεται να είμαι μόνος μου και συνάμα μαζί σου.

Περνώντας άκουσα κάποιον να λέει «είσαι αναντικατάστατη» και χαμογέλασα.
Γιατί χαμογέλασα;

Ξεκίνησα να ρίχνω αλάτι να φύγουν τα φαντάσματα μα τώρα οι πληγές μου πονάνε περισσότερο.

Για ποιον βάζω τα καλά μου;

Τα χείλη μου υγραίνονται μόνο στη σκέψη ότι σε φιλάω. Ποια είσαι εσύ;
Η καύτρα του τσιγάρου καίει στους 400 βαθμούς, εσύ; Ποια είσαι εσύ;
Τα χέρια μου ιδρώνουν, κολλάνε και γλιστράνε. Ποια είσαι εσύ;

Γιατί τα ποτήρια έχουν πάτο; Γιατί δεν είναι σαν τα πηγάδια; Φαντάζομαι τον θάνατο του. Πνίγεται στο πηγάδι, εγώ στο ποτήρι κι εσύ στο σάλιο σου.

Όσο γρήγορα και δυνατά κι αν χτυπάν οι καμπάνες, εγώ ποτέ δεν τις ακούω να χτυπούν εύθυμα. Πρέπει να μάθω να ακούω μάλλον. 

Όταν κάποιος με ακούει θέλω να σκέφτεται, όχι να τον θλίβω. Απέτυχα πάλι. 

Σου πάει το μπλε, τονίζει το ''είναι'' σου.  Κάποιος από πίσω σου σε κοιτάει, μην κοιτάξεις. Γιατί κοίταξες; Καθρέφτης ήταν. Γιατί δεν ακούς;

Ο Μπουκόφσκι είχε δίκιο. Δεν είμαι συγγραφέας, ούτε ποιητής. Τι είμαι;

Ένας αλαζονικός γκρινιάρης μπάσταρδος.

 Ορίστε. Χαρούμενοι;


Κυριακή 18 Ιουνίου 2017

Στην Κ.

Οι ιστορίες γράφονται πριν γίνουν πραγματικότητα, άλλοτε αφότου γίνουν και κάποιες φορές, μόνο με τη θέληση να γίνουν, ακόμα κι αν δε γίνουν ποτέ. Γι' αυτό κι αυτή η ιστορία δεν είναι ιστορία.

Αυτή η ιστορία δεν έχει χρονικά όρια. Ίσως παίρνει όσο είναι να πέσει ένας κομήτης, όσο παίρνει να τελειώσει ένα τραγούδι ή εκείνη το τσιγάρο της. Τα όρια είναι περιορισμός, μα εκείνη θέλει να είναι ελεύθερη.

Δε χωράει σε σελίδες, δε χωράει σε απλά γράμματα, όσες λέξεις κι αν μπορούν αυτά να φτιάξουν. Αυτή η ιστορία είναι γεμάτη αντιπαραθέσεις, μυστήριο κι ερωτηματικά.

Η ιστορία αναγράφεται σ' ασπρόμαυρα πλακάκια σκακιέρας, σε πράσινα και κόκκινα φώτα χαμένα σε καπνό. Τα γράμματα αυτής της όχι και τόσο ιστορίας διαβάζονται σε κρυφά χαμόγελα πονηριάς, γεμάτα θέλω και ειρωνεία.

Αυτή η ιστορία έχει ως παρασκήνιο αναμνήσεις και ιδέες του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος. Οι αναπνοές πλαγιάζουν  κομμένες δίπλα στις ανάγκες για όμορφα όνειρα.

Είναι τυχερή που δε βλέπει τον εαυτό της στα μάτια. Δεν πιστεύω να καταλαβαίνει πόσο δύσκολο είναι να μιλάς σε τέτοια μάτια. Γιατί αν αυτά τα μάτια δακρύσουν, τα κύματα θα κατασπαράξουν κάθε σημείο αυτού του κόσμου, αφήνοντας τον αδειανό κι έρημο.

Με τις πράξεις της θα ζωγραφίσει όπως εκείνη θέλει το παραμύθι της, γιατί ξέρει τι κάνει.

Και πληγωμένα δάχτυλα θα γρατζουνίζουν χορδές και ποιήματα θα γραφτούν, και άλλες τέτοιες όχι ιστορίες σαν κι αυτή, γι' αυτή.

Κι απ' όλες τις ιστορίες που έχουν γραφτεί, αυτή μάλλον είναι η αγαπημένη μου.

Κι ας μην είναι καν ιστορία.


Σάββατο 3 Ιουνίου 2017

Λίγα λόγια για τα πάντα

Τα γοητευτικά βλέμματα πείθουν μονάχα για λίγο.

Αν τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής, τότε οι καθρέφτες σας είναι σπασμένοι.

Με τα κομμάτια αυτών θα χαραχθούν μερικά ονόματα σε απόμερες αμμουδιές και θα χαθούν από την παλίρροια μόνο και μόνο για να περαστούν άλλα. 

Ποτέ ανεξίτηλα. 

Το ανεξίτηλο είναι σταράτο.
Δεν το ‘χετε. Θέλει σιγουριά που να πηγάζει από μέσα.

Από μέσα όμως πηγάζει πίσσα και μαραμένο συκώτι.

Μίλα μου γλυκά και άσχημα, για να ξέρω ότι είναι εντάξει να σε βάζουν κάτω. 

Στο σκάκι αξίζει να θυσιάσεις αδύναμα πιόνια για μεγαλύτερα.
Στη ζωή;

Μη λερώσεις τα παπούτσια σου με αίμα.
Η εικόνα μετράει.

Τι σκέφτεσαι για εμένα;
Δε με νοιάζει.

Είπα ψέματα.

Σε ποιον μιλάω;
Μόνος μου.
Εντάξει.

Ξέρω ότι οι φανταστικοί φίλοι είναι πραγματικοί.
Αλλά που πηγαίνουν όλοι ξαφνικά; Γιατί φεύγουν;

Αυτοί άραγε είναι αναντικατάστατοι ;
Με νευριάζω.

Ρίξε φως να βλέπω τι γράφω, και όταν πια τελειώσω και ηρεμίσω, θα έχω το σθένος να σε πάρω αγκαλιά.

Έλα εδώ.