Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 2017

Η Πρώτη και η Τελευταία Φορά

Θυμάσαι την πρώτη φόρα που έκανες το οτιδήποτε;
Αναρωτήθηκες ποτέ για την τελευταία σου;

Πότε ήταν η τελευταία φορά που μέτρησες τα σκαλιά μέχρι τον όροφό σου;
Δε σου έλειψε να κάνεις φούσκες;
Πότε ήταν που γέλασες και το εννοούσες;
Θα ξαναγίνει άραγε;  

Ποιο ήταν το πρώτο σου φιλί;
Άραγε το τελευταίο θα το δώσεις εσύ;

Πώς ήταν η πρώτη φορά που με είδες;
Την τελευταία δε χαμογελούσες.

Κι ενώ το πρώτο τσιγάρο ήταν ένα τσιγάρο που η καύτρα έσβησε πάνω σου, τώρα πια το κάθε τσιγάρο εξαφανίζεται αδιάφορα ανάμεσα στα δάχτυλα σου.

Η πρώτη γουλιά αλκοόλ έκαψε τα σώθηκα σου, η τελευταία θα είναι μια επιθυμία γιατί δεν κυνήγησες ποτέ σου τίποτα.

Και είναι άδικο να μη θυμάσαι ούτε το πρώτο, ούτε και το τελευταίο σου όνειρο, παρά μόνο όλους τους μέχρι σήμερα εφιάλτες.

Ξεκίνησες πρώτος, θα τελειώσεις τελευταίος.

Κάποιοι λένε ότι η πορεία είναι που μετράει.
Τότε γιατί στα λέω όλα αυτά; Καμία ουσία.

Όμως δεν είναι η πρώτη φορά, ούτε η τελευταία που σε βάζω σε σκέψεις.

Οι παρθενικοί υμένες των εμπειριών σου σκληραίνουν με τον καιρό.

Η πρώτη φορά είναι ιδιαίτερη όταν είναι και η τελευταία.
Το «για μια φορά» έχει βαρύτητα που δεν αντιλαμβάνεσαι.

Γι’ αυτό για μια φορά, για πρώτη φορά, ευχήσου κάθε σου «ξανά» να έχει τη μαγεία μιας αρχής και την εκπνοή του τέλους.







Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου 2017

Η Σπατάλη

Σου πάει να είσαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου.
Τα χείλη μου ταιριάζουν άψογα στο λαιμό σου.
Διψάω να σκαρφαλώσω τα γόνατα σου.
Να ταρακουνάς την ψυχή μου με τη χροιά της φωνής σου.

Κάποια φορέματα είναι φτιαγμένα για να πέφτουν αργά.
Κανένα βράδυ δεν είναι για ύπνο.
Κι όμως θέλω να σε δω να ηρεμείς.
Να εκπνεύσεις τους δαίμονες σου.
Να βήξεις τις στάχτες σου.
Να λυτρωθείς.

Οι καθρέφτες δεν είναι για σπάσιμο. Κρατήσου.

Τα πράσινα φώτα γινήκαν κόκκινα.
Ο κόσμος έγινε ένα μεγάλο πορνείο.
Εδώ πληρώνεις με χρόνο ή υποσχέσεις.

Γι’ αυτό σου υπόσχομαι πως όταν πια μείνουμε οι δυο μας στον κόσμο, θα σε σπαταλήσω.

Κάθε “μα” και κάθε “αλλά” σφίγγει τις αλυσίδες στους καρπούς που ήταν έτοιμοι να ανθίσουν για να σου δωρίσουν τους ανθούς τους.

Εσύ όμως μυρίζεις καταρράκτες.
Γλιστράς σαν βρύα και με γεμίζεις αίμα.

Σε πονάω γιατί σε σκέφτομαι.
Πονάς γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς.

Τα πειράγματα πειράζουν.
Τα λάθη θα έπρεπε να διχάζουν.
Δε συμβαίνει.


Τι περίμενες;


Σάββατο 2 Σεπτεμβρίου 2017

Ποιητική Ειλικρίνεια (Η Απάτη)

Είπα να γράψω. Πέρασε καιρός άλλωστε. Ορίστε, γράφω. Χωρίς ουσία.

Γιατί όχι; Εγώ δε γράφω για λουλούδια, για σύννεφα για πρίγκιπες, μονόκερους και πράσσειν άλογα. Ούτε για σπουδαίες καρδιές και χάρτινα φεγγάρια. Αν το έκανα, θα γινόμουν ψεύτης.

Τώρα πλασάρω δελεαστικές λέξεις, άστοχες μεταφορές, ίσως κάποιο λογοπαίγνιο και μια ιδέα που λιώνει σιγά σιγά σαν κερί ενός ξεχασμένου, παραβιασμένου παρεκκλησιού.

Κι αν ένιωσες κάτι είναι γιατί κατάλαβες. Κι αν κατάλαβες είναι γιατί ήθελα εγώ να καταλάβεις, μιας και το νόημα στο έθεσα απλό. Μια βιτρίνα με τόσα φώτα και τίποτα περισσότερο.

Μη νομίζεις ότι κάνεις κάτι. Αν σε γεμίζω με θυμό, λύπη, χαρά, περηφάνια ή έστω ένα μάταιο κίνητρο, θέλω να ξέρεις ότι αυτό δε θα το θυμάσαι.

Και θα φταίω εγώ.

Θα φταίω γιατί δεν μπορώ να σε κάνω να δεις όπως εγώ. Θα φταίω γιατί γράφω για εσένα και για αυτό που θέλεις να διαβάσεις. Δεν ασκείται επιρροή με άλλον τρόπο. Η αλλαγή είναι δικιά μου. Ακόμα και η ποιητική ειλικρίνεια είναι τέχνασμα, αν θες, που δε θες. Είναι απάτη.

Μα τα λόγια είναι μονάχα λόγια. Ποιον αγγίζω αν το ζήτημα δεν είναι αφιερωμένο στον αναγνώστη; Μπλα μπλα μπλα, μισόλογα για χειραγώγηση. Μια ασυναρτησία ακόμα. Μια πρόταση να φαίνεται πως έχω κάτι να σου πω.

Συνειδητοποίηση πραγματικότητας.  


Τα είπαμε πάλι.