Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017

Υπάρχει μα δε φαίνεται

Όσα «γιατί» πνίξαμε δεν πνίγηκαν.
Καυτές βελόνες τρυπάνε κάτω από το δέρμα.

Και όταν έλεγα πως φταίω εγώ, έφταιγαν οι άλλοι.
Τώρα λέω πως φταίνε εκείνοι μα φταίω εγώ που με νοιάζει ακόμα.

Και χάνομαι στο γέλιο σου γιατί το δικό μου το χάνω στις γραμμές μου.
Ξερνάω τις μουτζούρες μου. Τις απλώνω. Νομίζω πως τις βάζω στη σειρά.

Ακούω ράγισμα, ακούω τρίξιμο στη ντουλάπα, ακούω στάλες της βροχής να χτυπάνε το τζάμι. Εσύ με ακούς ακόμη;

Εκπνέω εφιάλτες στον ύπνο μου. Κλέβουν τον αέρα από το δωμάτιο. Τον νιώθω κοντά μου. Κλείνω τα μάτια. Είναι ακόμα εκεί.

Φεύγει όταν σε ακούει. Σε φοβάται. Νομίζω πως κι εγώ σε φοβάμαι.

Με βλέπω στη γωνία, στην άλλη άκρη. Με κοιτάζω επίμονα. Κάτι περιμένω.

Στέκομαι εκεί. Το κεφάλι μου κρέμεται. Σαν σε κρεμάλα μα χωρίς τη θηλιά. Ίσως υπάρχει, μα δε φαίνεται.

Πάντα αυτό ήλπιζα. Στο «υπάρχει μα δε φαίνεται».




Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 2017

Οι Φωνές

Πάντα δυσκολευόμουν να κάνω την αρχή. Δε μου ταιριάζει αυτή η φωνή, δε μου ταιριάζουν αυτά τα λόγια. Όταν μιλάω τίποτα δεν γυρνάει πίσω. Η σειρά των λέξεων καθώς και οι ίδιες οι λέξεις βγαίνουν σακατεμένες και ανοργάνωτες, γεμάτες σάλια από το στόμα. Οι φωνές κάνουν θόρυβο αλλά δε λένε τίποτα. Όπως πάντα άλλωστε.

Μακάρι να μπορούσα να στα γράψω όλα.

«Η επικοινωνία δεν είναι μόνο λόγια». Έτσι μου είπες και άπλωσες το χέρι σου να χορέψουμε. Τα πόδια μου είναι βαριά, τα χέρια μου έχουν την ανάγκη να είναι στις τσέπες μου, δεν το κάνω επίτηδες.

Θέλω όσο τίποτα. Δεν τα καταφέρνω. Και θέλω να κοιτάω και να σου δείχνω όλα αυτά που έχω μέσα μου. Κάθε νότα τρέλας, κάθε σταγόνα πάθους, κάθε χρώμα πόθου. Τα μάτια θολώνουν και δε βλέπεις πέρα από εκεί.

Όλα χάνονται στην ομίχλη. Βγαίνει ο δειλός ρεαλιστής να κάνει την καθημερινή του βόλτα. Το βλέμμα μου είναι αδιάφορο, δε σημαίνει κάτι για κανέναν.

Και οι όμορφες φλόγες ίσως βγουν εκτός ελέγχου γιατί κανένας δεν τις πρόσεξε. Και τότε θα γίνουν πυρκαγιές κι έπειτα εκρήξεις. 

«Μανώλη πόσο καιρό έχεις να γράψεις;»
Ντρέπομαι να το μεταφράσω.

Μου λένε ότι κάνω αχρείαστες σκέψεις, οι φωνές. Οι φωνές που ακούγονται κρυφά στα τραγούδια που μουρμουράω. Οι φωνές από τα θύματα δολοφονιών και υποθέσεων που δεν εξιχνιαστήκαν ποτέ. Οι φωνές που πεθαίνουν όταν μια μητέρα υμνεί κάποιο νανούρισμα. Κι όμως σε βρίσκουν στον ύπνο σου, σε ακολουθούν στον ξύπνιο σου.

Οι φωνές που βγαίνουν προς τα έξω.







  

Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2017

Αγαπητή ξεχωριστή χιονονιφάδα

Αγαπητή ξεχωριστή χιονονιφάδα,

Βγήκες από μια τρύπα, όπως όλοι. Καλώς τα δέχτηκες. Ποια νομίζεις ότι είσαι; Τι σκέφτηκες, τι έγραψες, τι έκανες; Αλήθεια πιστεύεις ότι σου αξίζει διαφορετική μεταχείριση; Αρχίζω να βάζω ανθρώπους σε τσουβάλια. Εσύ μπαίνεις στο τσουβάλι γεμάτο χιόνι.

Λιώσε για εμένα.

Γιατί κανένα σημάδι γέννας δε σε κάνει να διαφέρεις. Πάντα θα σου πουν ότι μοιάζεις με κάποιον, ότι είσαι κάποιος σαν ποιος ξέρει τι. Ποτέ πρώτη. Υπήρξες πριν καν έρθεις.

Γι’ αυτό αγαπητή μου, μην κάνεις ποτέ τίποτα.

Μη σκέφτεσαι, μη μιλάς, μην τραγουδάς, μη χορέψεις, μην τολμήσεις να εκφράσεις γνώμη. Πως σου πέρασε από το μυαλό; Όλα έχουν γίνει. Δεν είσαι παρά μια χιονονιφάδα ανάμεσα στις άλλες τόσες που έπεσαν και θα πέσουν στη χαοτική χιονοθύελλα του κόσμου.

Η προσπάθεια σου να διαφέρεις σε γελοιοποιεί. Έτσι λοιπόν σταμάτα. Μείνε πίσω. Πιάσε ποπ κόρν και άσε τα πράγματα να κυλήσουν. Άσε τους άλλους να προσπαθούν. Κι όσα έκανες για τους άλλους τα έκανες για εσένα μα και όσα έκανες για εσένα τα έκανες για τους άλλους. Και οι άλλοι το ίδιο κάνουν.

Πέσε λοιπόν όπως πέφτουν όλοι. Αγαπητή μου ξεχωριστή χιονονιφάδα, δεν είσαι ξεχωριστή επειδή ακριβώς θες να είσαι.


Όπως όλοι.


Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2017

Θυμίζει Κομφετί

Κάτι έγραφα.

Κάτι ασυναρτησίες μάλλον. Πιθανότατα. Σίγουρα.
«Θα γίνω λογικός!», μου φώναξα.

Έτσι λοιπόν, έπιασα και έσκισα με μανία τα μουτζουρωμένα γεμάτα με ακατανόητα λόγια χαρτιά μου που ίσως κάτι είχαν να πουν.

Τα έκανα χίλια και δύο κομμάτια.

Ακριβώς τόσα. Τα πέταξα στον αέρα.

Θύμιζαν κομφετί.

Το δωμάτιο ήταν παγωμένο. Κάποιος δαίμονας άφηνε βαριές ψυχρές ανάσες στο λαιμό μου.

Μα τότε και ξαφνικά τα κομφετί πήραν φωτιά!

Χίλιες και δύο φλόγες (ακριβώς) έπλεαν στην ατμόσφαιρα σφάζοντας το κρύο με τη θαλπωρή τους.

Και το σκοτάδι που άπλωνε ο μάλλον δαίμονας με τη μαύρη καμπαρντίνα που αγκάλιαζε το χώρο, έκανε τις φλόγες να φαντάζουν αστέρια μα και τα αστέρια φλόγες στον ουρανό σου.

Το δωμάτιο μύριζε καμένη βροχή.

Τα χέρια μου ήταν γέματα σταγμένο μελάνι. Μήπως σκότωσα κάποιον; Οι λέξεις στο μυαλό μου πλάγιαζαν όλο και περισσότερο.

Μάλλον νύσταξαν. Σίγουρα κουράστηκαν. Εγώ όμως όχι.

Και κάπου τότε οι φωτιές ακούμπησαν στο πάτωμα ανάλαφρα σα χιόνι όπου και κάπου εκεί έσβησαν και γινήκανε μονάχα στάχτη. Ένα γκρίζο χαλί υποταγής. Κάτι μπήκε στο μάτι μου.

Κάποιος αναζητά ένα τέλος.
Γι’ αυτό ξεκίνησα να γράφω ξανά απ’ την αρχή.

Είπα, «αυτή τη φορά θα είναι διαφορετικά!». Στο υπόσχομαι!

Έτσι λοιπόν, έπιασα και έσκισα με μανία τα μουτζουρωμένα γεμάτα με ακατανόητα λόγια χαρτιά μου που ίσως κάτι είχαν να πουν.







Παρασκευή 3 Νοεμβρίου 2017

Περί πηξίματος και ηδονής

Τα δάκρυα είναι νερό και τίποτα περισσότερο.
Ο ύπνος μας τρώει χρόνο από τη ζωή μας.
Ο κόμπος στο στήθος λύνεται όταν είμαι μόνος μου.

Μα πόσο μόνος;
Από την άλλη, κάποιοι είναι μόνοι τους μαζί με άλλους.

Τι να κατηγορήσω σήμερα;
Τα έχω κατηγορήσει όλα.

Ζω μέσα στο κεφάλι μου και τα μάτια καθρεφτίζουν το σκοτάδι.

Θα ξυπνήσω στη μέση της νύχτας για να (σε) σκεφτώ.
Δε θα σκέφτομαι τίποτα όλη την ημέρα.

«Μα καλά, χαζός είναι αυτός;».

Σιγοτραγουδάω ένα τραγούδι που έβγαλα στη στιγμή.
Η στιγμή πέρασε. Πέρασε και το τραγούδι. Δεν ήταν καλό έτσι κι αλλιώς.

Νομίζω πήγαινε κάπως έτσι…
«Η μέρα πέρασε μα ήτανε πολλές, η νύχτα έφτασε και πάγωσε ο καφές».
Ναι ναι κάπως έτσι.

Και κάθε τι γλυκό μου ανεβάζει εμετό αλλά ίσως απλά πρέπει να αδειάσω για να ηρεμήσω. 

Η ανάσα μου μυρίζει πετρέλαιο, για τη δικιά σου δε θα μάθω ποτέ.
Είναι αγένεια να ρωτήσω; Ξεφύσηξα.

Οι ερωτήσεις μου έφερναν πάντα τον άλλον σε δύσκολη θέση.
Το ίδιο και οι απαντήσεις μου.

Γι’ αυτό και απαντούσα με ερωτήσεις αλλά αυτό έκανε τα πράγματα χειρότερα.

Παύση. Παράλληλες γραμμές.

Θα ανταμώσουν.





Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2017

H Μαγεία δεν υπάρχει

Η μαγεία δεν υπάρχει. Τα πάντα είναι βιτρίνα.

Παραπλάνηση, ξεκάθαρη απάτη.

Πασπαλισμένη χρυσόσκονη και γκλίτερ πάνω σε άσους στα σκισμένα μανίκια των πλούσιων φτωχών.

Μην ακούς τι λέω, μη με αφήνεις.

Δεν είναι παράλογο να διαλέγεις πεπρωμένο;

Βιβλία γράφτηκαν. Τα παραμύθια έχουν πάντα κάτι σκοτεινό να λένε.

Οι γοργόνες τραγούδησαν.
Οι δράκοι σφάχτηκαν.
Κοιμήσου ήσυχα, όλα πάνε κατά διαόλου.

Η Λογική αυτοκτονεί λόγω της τελειότητας της κι έπειτα αναγεννιέται μεθυσμένη. 

Τώρα όλα έχουν περισσότερο νόημα.

Όλα είναι σημαντικά γιατί τα πάντα είναι ασήμαντα, χαμογέλα.

Και κάθε λεπτό που περνά θα μαθαίνεις περισσότερα και θα γίνεσαι όλο και πιο ηλίθιος αλλά για κάποιον λόγο δε θα ντρέπεσαι.

Θα ξέρεις τόσα, θα θυμάσαι λίγα, δε θα σκέφτεσαι τίποτα.

Και όλα τα λόγια της ανθρωπότητας μπορούν και αξίζουν άλλωστε να χωρέσουν στο χαρτί ακόμα κι αν δε μείνει δέντρο όρθιο.

Δε θα χαρίζει σκιά στον αναγνώστη. Θα πυρακτώνεται από τις λέξεις που βράζουν στο κεφάλι του.

Τα γράμματα λιώνουν και γίνονται ιδέες.


Η μαγεία υπάρχει.


Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 2017

Η Πρώτη και η Τελευταία Φορά

Θυμάσαι την πρώτη φόρα που έκανες το οτιδήποτε;
Αναρωτήθηκες ποτέ για την τελευταία σου;

Πότε ήταν η τελευταία φορά που μέτρησες τα σκαλιά μέχρι τον όροφό σου;
Δε σου έλειψε να κάνεις φούσκες;
Πότε ήταν που γέλασες και το εννοούσες;
Θα ξαναγίνει άραγε;  

Ποιο ήταν το πρώτο σου φιλί;
Άραγε το τελευταίο θα το δώσεις εσύ;

Πώς ήταν η πρώτη φορά που με είδες;
Την τελευταία δε χαμογελούσες.

Κι ενώ το πρώτο τσιγάρο ήταν ένα τσιγάρο που η καύτρα έσβησε πάνω σου, τώρα πια το κάθε τσιγάρο εξαφανίζεται αδιάφορα ανάμεσα στα δάχτυλα σου.

Η πρώτη γουλιά αλκοόλ έκαψε τα σώθηκα σου, η τελευταία θα είναι μια επιθυμία γιατί δεν κυνήγησες ποτέ σου τίποτα.

Και είναι άδικο να μη θυμάσαι ούτε το πρώτο, ούτε και το τελευταίο σου όνειρο, παρά μόνο όλους τους μέχρι σήμερα εφιάλτες.

Ξεκίνησες πρώτος, θα τελειώσεις τελευταίος.

Κάποιοι λένε ότι η πορεία είναι που μετράει.
Τότε γιατί στα λέω όλα αυτά; Καμία ουσία.

Όμως δεν είναι η πρώτη φορά, ούτε η τελευταία που σε βάζω σε σκέψεις.

Οι παρθενικοί υμένες των εμπειριών σου σκληραίνουν με τον καιρό.

Η πρώτη φορά είναι ιδιαίτερη όταν είναι και η τελευταία.
Το «για μια φορά» έχει βαρύτητα που δεν αντιλαμβάνεσαι.

Γι’ αυτό για μια φορά, για πρώτη φορά, ευχήσου κάθε σου «ξανά» να έχει τη μαγεία μιας αρχής και την εκπνοή του τέλους.







Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου 2017

Η Σπατάλη

Σου πάει να είσαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου.
Τα χείλη μου ταιριάζουν άψογα στο λαιμό σου.
Διψάω να σκαρφαλώσω τα γόνατα σου.
Να ταρακουνάς την ψυχή μου με τη χροιά της φωνής σου.

Κάποια φορέματα είναι φτιαγμένα για να πέφτουν αργά.
Κανένα βράδυ δεν είναι για ύπνο.
Κι όμως θέλω να σε δω να ηρεμείς.
Να εκπνεύσεις τους δαίμονες σου.
Να βήξεις τις στάχτες σου.
Να λυτρωθείς.

Οι καθρέφτες δεν είναι για σπάσιμο. Κρατήσου.

Τα πράσινα φώτα γινήκαν κόκκινα.
Ο κόσμος έγινε ένα μεγάλο πορνείο.
Εδώ πληρώνεις με χρόνο ή υποσχέσεις.

Γι’ αυτό σου υπόσχομαι πως όταν πια μείνουμε οι δυο μας στον κόσμο, θα σε σπαταλήσω.

Κάθε “μα” και κάθε “αλλά” σφίγγει τις αλυσίδες στους καρπούς που ήταν έτοιμοι να ανθίσουν για να σου δωρίσουν τους ανθούς τους.

Εσύ όμως μυρίζεις καταρράκτες.
Γλιστράς σαν βρύα και με γεμίζεις αίμα.

Σε πονάω γιατί σε σκέφτομαι.
Πονάς γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς.

Τα πειράγματα πειράζουν.
Τα λάθη θα έπρεπε να διχάζουν.
Δε συμβαίνει.


Τι περίμενες;


Σάββατο 2 Σεπτεμβρίου 2017

Ποιητική Ειλικρίνεια (Η Απάτη)

Είπα να γράψω. Πέρασε καιρός άλλωστε. Ορίστε, γράφω. Χωρίς ουσία.

Γιατί όχι; Εγώ δε γράφω για λουλούδια, για σύννεφα για πρίγκιπες, μονόκερους και πράσσειν άλογα. Ούτε για σπουδαίες καρδιές και χάρτινα φεγγάρια. Αν το έκανα, θα γινόμουν ψεύτης.

Τώρα πλασάρω δελεαστικές λέξεις, άστοχες μεταφορές, ίσως κάποιο λογοπαίγνιο και μια ιδέα που λιώνει σιγά σιγά σαν κερί ενός ξεχασμένου, παραβιασμένου παρεκκλησιού.

Κι αν ένιωσες κάτι είναι γιατί κατάλαβες. Κι αν κατάλαβες είναι γιατί ήθελα εγώ να καταλάβεις, μιας και το νόημα στο έθεσα απλό. Μια βιτρίνα με τόσα φώτα και τίποτα περισσότερο.

Μη νομίζεις ότι κάνεις κάτι. Αν σε γεμίζω με θυμό, λύπη, χαρά, περηφάνια ή έστω ένα μάταιο κίνητρο, θέλω να ξέρεις ότι αυτό δε θα το θυμάσαι.

Και θα φταίω εγώ.

Θα φταίω γιατί δεν μπορώ να σε κάνω να δεις όπως εγώ. Θα φταίω γιατί γράφω για εσένα και για αυτό που θέλεις να διαβάσεις. Δεν ασκείται επιρροή με άλλον τρόπο. Η αλλαγή είναι δικιά μου. Ακόμα και η ποιητική ειλικρίνεια είναι τέχνασμα, αν θες, που δε θες. Είναι απάτη.

Μα τα λόγια είναι μονάχα λόγια. Ποιον αγγίζω αν το ζήτημα δεν είναι αφιερωμένο στον αναγνώστη; Μπλα μπλα μπλα, μισόλογα για χειραγώγηση. Μια ασυναρτησία ακόμα. Μια πρόταση να φαίνεται πως έχω κάτι να σου πω.

Συνειδητοποίηση πραγματικότητας.  


Τα είπαμε πάλι.


Κυριακή 23 Ιουλίου 2017

Όλοι βιάζονται, κανείς δεν πάει πουθενά

Διάβασέ με γρήγορα γιατί δεν προλαβαίνουμε. 

Τσιμέντο παντού. Τα φώτα στους δρόμους και στα φανάρια αντανακλώνται αστεία ανάμεσα στις στάλες της βροχής. Τα χρώματα διαχέονται θαμπά, κάνοντας την πόλη να μοιάζει με τσίρκο.

Πρωταγωνιστές είμαστε εμείς, που παράδοξα κι αναμενόμενα βρισκόμαστε στις πίσω θέσεις.

Τα πρόσωπα βαμμένα και χλωμά. Τα μαλλιά κολλάνε στο μέτωπο. Η σκόνη μυρίζει, δε φαίνεται. Πόρνες δεμένες με αόρατα δεσμά χαμογελάνε θεατρικά, όπως όλοι μας.

Τα τριαντάφυλλα μαδάνε και τα αγκάθια τους στάζουν τα λερωμένα από χάδια ή υγρά σεντόνια των ξενοδοχείων.

Έχεις λίγο αίμα στο αλκοόλ σου. Το αγαπημένο σου γλειφιτζούρι είναι γεύση κεράσι. Μη ρωτάς πώς το ξέρω.

Μα η μουσική είναι ψεύτικη και έχει ξεχαστεί στις επόμενες γραμμές.

Μεθυσμένες φωνές βγαίνουν σε βρισιές από κορμιά με μισάνοιχτα λερωμένα πουκάμισα και ασιδέρωτα χαρτονομίσματα.

Όσο ακριβά και να ‘ναι τα αρώματα οι ψυχές βρομάνε σαπισμένα μήλα και ξεχασμένα τασάκια. Τα φιλοδωρήματα πάνε στα άτομα που δεν θα έπρεπε.

Δόντια τρίζουν, δόντια πέφτουν, δόντια λείπουν.

Τα νυχτολούλουδα πεθαίνουν όταν βγει ο ήλιος μαζί με την έκσταση όσων ανακαλύπτουν την ζωή.

Τα φώτα του δρόμου λούζουν με ποίηση τους περαστικούς, μα δεν βρέχονται. Φωτίζονται μα δε φαίνονται, γνωρίζονται μα δεν το ξέρουν.

Το κόκκινο μπαλόνι δεν μπορεί να πετάξει με τέτοιο καιρό. Το αδέσποτο δεν αντέχει άλλη αρρώστια. Τα χείλη βαραίνουν από το πολύ κραγιόν και ο ήχος των τακουνιών που σπάνε είναι μελωδικός.

Οι τρίχες των μαύρων γάτων κρέμονται σαν σταλαχτίτες λόγω της βροχής κι έπειτα σηκώνονται πάλι για να σπείρουν τρόμο. Τα μάτια τους τρυπάνε το φεγγάρι.

Εκείνο κλαίει αστρικό φως που δεν αγγίζει πεζοδρόμιο.

Μια μητέρα διαβάζει ένα παραμύθι στο μικρό της λίγο πριν κοιμηθεί. Εκείνο βιάζεται να μεγαλώσει. Μια κοπέλα βιάζεται στο στενό της πολυκατοικίας τους. 

Όλοι βιάζονται μα κανείς  τους δεν πάει πουθενά.