Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2016

Θέλω να λάμψεις. Τώρα.

Σταμάτα να κυνηγάς αυτή σαν ζώο υπό εξαφάνιση. Εσύ είσαι το ζώο. Εσύ που φορτώνεις τη ζωή της γεμάτος προσδοκίες. Δεν είναι κάτι το άπιαστο, όσο και να θέλεις να πιστέψεις πως είναι.

Είναι βαρύ το φορτίο και ατελείωτη η πίεση. Ακόμα και ο βαθύτερος ωκεανός έχει πάτο και τελειώνει με χώμα. Αν σκαλίσεις λίγο ακόμα θα βρεις εκρήξεις και φωτιές.

Μην πιέζεις τον ζωγράφο να ζωγραφίσει. Μην πιέζεις τον ποιητή να γράψει και την μπαλαρίνα να χορέψει. Η έμπνευση και η διάθεση δεν έρχονται με παραγγελία.

Γιατί αν το κάνεις, τότε θα απογοητευτείς. Αλλά ποιος νοιάζεται για εσένα; Αυτό που πονάει είναι ότι θα απογοητευτεί η ίδια που δεν μπόρεσε να σε ικανοποιήσει όπως νόμιζες ότι μπορούσε. Και δεν θέλει να απογοητεύει. Ειδικά εσένα που σημαίνει τόσα γι’ αυτή.  Η απογοήτευση σφάζει την ψυχή.

Γι’ αυτό θαύμαζε την όσο κάνει τις τρίχες σου να σηκώνονται απ’ το δέρμα σου. Θαύμαζε την όσο κάνει τις πεταλούδες στο στομάχι σου να ξενυχτάνε. Θαύμαζε την όσο τα μάτια της λάμπουν.

ΜΑ.

Όταν έχει κρύο κι αστραπές, όταν το γυαλί ραγίσει, όταν το χαμόγελό της κρεμάσει και τα μάτια της δακρύζουν μέχρι να αποκοιμηθεί, τότε εσύ πρέπει να την αγκαλιάσεις. Όχι επειδή πρέπει, αλλά επειδή το θες. Αν δε θες φύγε τώρα πριν να είναι αργά και σταμάτα να διαβάζεις.

Αλλά αν την αγκαλιάσεις τότε το γυαλί θα λιώσει για να γίνει ξανά ένα. Κι αν δε γίνει, τότε θα το κάνεις ξανά την επόμενη μέρα. Και ξανά και ξανά και ξανά μέχρι να μην μπορεί να πάρει ανάσα. Μα τότε είναι που θα πάρει.


Κι όταν πια θέλει και μπορεί, θα λάμπει ακόμα περισσότερο, χωρίς προσπάθεια για εσένα και γι’ αυτή. Γιατί θα ξέρει ότι δεν περιμένεις τίποτα, γι'αυτο και θα σου δώσει τα πάντα.


Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2016

Αίμα στο χαρτί

Ο συγγραφέας καθόταν στο γραφείο. Πάνω σ’ αυτό βρισκόταν μια λάμπα πετρελαίου που τρεμόσβηνε προστατεύοντας τον απ’ το σκοτάδι αλλά όχι απ’ τις σκιές.

Χάιδευε την πένα του πάνω σε κιτρινισμένα χαρτιά με νάζι αναζητώντας τα όνειρά του. Κάθε φορά που το μελάνι τελείωνε τη βουτούσε ξανά στη θήκη με το μελάνι.

Δίπλα του ένα τασάκι που μέσα του καιγόταν για ώρα ένα τσιγάρο κάποιας φτηνιάρικης μάρκας γεμίζοντας με καπνό και εθισμό όλο το δωμάτιο. Στα αριστερά του ένα μπουκάλι κρασί- σχεδόν άδειο, ενώ στα δεξιά, ένα γεμάτο για την ώρα ποτήρι.

Έκανε κρύο μα τα παράθυρα ήταν κλειστά. Μήπως το κρύο ερχόταν από μέσα; Οι σταγόνες της βροχής έγλειφαν τα παράθυρα κι έπειτα τα θάμπωναν με τις ανάσες τους.

Η άκρη της πένας στέγνωσε μα η νύχτα είχε φέρει εξάντληση συσσωρευμένης αϋπνίας στον άντρα ο οποίος δεν ήθελε να αφήσει κάτω την αγαπημένη του. Μα σαν προσπάθησε να την υγράνει, την άφησε να κάνει βουτιά στο ποτήρι με το κόκκινο κρασί.

Τώρα διψούσαν και οι δύο. Τώρα η πένα έγδερνε το χαρτί και του άφηνε πληγές και σκισίματα. Μεθυσμένες λέξεις χάραζαν πορείες και επιλογές με τις ανάλογες συνέπειες. Το κρασί γινόταν αίμα.

Τότε αυτός άνοιξε τα μάτια. Βρισκόταν στην κηδεία του θύματος του. Να το κοιτάζει από ψηλά. Να σκέφτεται αν υπάρχει ένοχη σκέψη εάν αυτή δεν ακολουθείται απ’ την πράξη.

Να κατηγορεί εκείνη, το κρασί, την ομίχλη του δωματίου και την παράνοια της αϋπνίας του. Να κατηγορεί το κρύο και τη βροχή, το εξαντλημένο φως. Να κατηγορεί όσα ήθελε να έχει για να μην κατηγορήσει τον ίδιο ούτε τώρα, ούτε ποτέ, ούτε στο ελάχιστο.


Και σαν συνήλθε, έπιασε να δει όσα είχε γράψει. Άρπαξε τη μελανοθήκη και την άδειασε πάνω στα γραπτά. Το μελάνι μουτζούρωσε τα πάντα. Μα τι άλλαξε; Αφού ξέρει, ξέρω, ξέρεις, ξέρουμε.

       



Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2016

Παλεύοντας Δαιμόνια

Τα γδαρσίματα πάνω στον καθρέφτη χάραζαν το χρόνο. Παπαρούνες της αγκάλιαζαν το δέρμα. Ένα ξεκούρδιστο βιολί υμνούσε παλιές μελωδίες που έκλαιγαν μυστήριο.

Το πορφυρό φόρεμά της σηκωνόταν.
Το πορφυρό φόρεμά της ήταν μαύρο.

Έπλεε στο πάτωμα. Τα φαντάσματα της χάιδευαν την πλάτη σαν λεπτό σεντόνι του καλοκαιριού. Ένα πέπλο φτάνει για να κρατήσεις πνεύματα και δαιμόνια μακριά μα όχι όσα είχε εκείνη μέσα της.

Φώναζαν να βγουν, φώναζε και η ίδια. Έβηχε και πνιγόταν σε κάθε λυγμό, σε κάθε σταγόνα- ιδρώτα, δακρύων, σάλιων και ηδονής.

Τα τζάμια έσπασαν, η κολόνια της δε μύριζε πια. Το ρολόι χτυπούσε ανελέητα καρφώνοντας τους δείκτες του όσο πιο βαθιά της γινόταν.

Και όταν πια ξέρασε το κακό, λίγο πριν λιποθυμήσει πλησίασε όσα είχε μέσα της μέχρι στιγμής. Ένιωθε τόσο κενή. Τα κεριά έλιωναν και το σκοτάδι σκότωνε τη φλόγα τους.

Το κραγιόν της ήταν παντού εκτός απ΄τα χείλη της μα παρέμεναν ακόμα και τότε κόκκινα. Τα γαλανά της μάτια δεν είχαν πια ουσία καθώς έκλειναν σε κάθε αργοπορημένο χτυποκάρδι.   

Έτσι οι γλώσσες μπήκαν μέσα, τα δαιμόνια πήραν όσα ήθελαν και θα το ξαναπάρουν το επόμενο βράδυ. Αν ξημέρωνε ποτέ.