Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2017

Αγαπητή ξεχωριστή χιονονιφάδα

Αγαπητή ξεχωριστή χιονονιφάδα,

Βγήκες από μια τρύπα, όπως όλοι. Καλώς τα δέχτηκες. Ποια νομίζεις ότι είσαι; Τι σκέφτηκες, τι έγραψες, τι έκανες; Αλήθεια πιστεύεις ότι σου αξίζει διαφορετική μεταχείριση; Αρχίζω να βάζω ανθρώπους σε τσουβάλια. Εσύ μπαίνεις στο τσουβάλι γεμάτο χιόνι.

Λιώσε για εμένα.

Γιατί κανένα σημάδι γέννας δε σε κάνει να διαφέρεις. Πάντα θα σου πουν ότι μοιάζεις με κάποιον, ότι είσαι κάποιος σαν ποιος ξέρει τι. Ποτέ πρώτη. Υπήρξες πριν καν έρθεις.

Γι’ αυτό αγαπητή μου, μην κάνεις ποτέ τίποτα.

Μη σκέφτεσαι, μη μιλάς, μην τραγουδάς, μη χορέψεις, μην τολμήσεις να εκφράσεις γνώμη. Πως σου πέρασε από το μυαλό; Όλα έχουν γίνει. Δεν είσαι παρά μια χιονονιφάδα ανάμεσα στις άλλες τόσες που έπεσαν και θα πέσουν στη χαοτική χιονοθύελλα του κόσμου.

Η προσπάθεια σου να διαφέρεις σε γελοιοποιεί. Έτσι λοιπόν σταμάτα. Μείνε πίσω. Πιάσε ποπ κόρν και άσε τα πράγματα να κυλήσουν. Άσε τους άλλους να προσπαθούν. Κι όσα έκανες για τους άλλους τα έκανες για εσένα μα και όσα έκανες για εσένα τα έκανες για τους άλλους. Και οι άλλοι το ίδιο κάνουν.

Πέσε λοιπόν όπως πέφτουν όλοι. Αγαπητή μου ξεχωριστή χιονονιφάδα, δεν είσαι ξεχωριστή επειδή ακριβώς θες να είσαι.


Όπως όλοι.


Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2017

Θυμίζει Κομφετί

Κάτι έγραφα.

Κάτι ασυναρτησίες μάλλον. Πιθανότατα. Σίγουρα.
«Θα γίνω λογικός!», μου φώναξα.

Έτσι λοιπόν, έπιασα και έσκισα με μανία τα μουτζουρωμένα γεμάτα με ακατανόητα λόγια χαρτιά μου που ίσως κάτι είχαν να πουν.

Τα έκανα χίλια και δύο κομμάτια.

Ακριβώς τόσα. Τα πέταξα στον αέρα.

Θύμιζαν κομφετί.

Το δωμάτιο ήταν παγωμένο. Κάποιος δαίμονας άφηνε βαριές ψυχρές ανάσες στο λαιμό μου.

Μα τότε και ξαφνικά τα κομφετί πήραν φωτιά!

Χίλιες και δύο φλόγες (ακριβώς) έπλεαν στην ατμόσφαιρα σφάζοντας το κρύο με τη θαλπωρή τους.

Και το σκοτάδι που άπλωνε ο μάλλον δαίμονας με τη μαύρη καμπαρντίνα που αγκάλιαζε το χώρο, έκανε τις φλόγες να φαντάζουν αστέρια μα και τα αστέρια φλόγες στον ουρανό σου.

Το δωμάτιο μύριζε καμένη βροχή.

Τα χέρια μου ήταν γέματα σταγμένο μελάνι. Μήπως σκότωσα κάποιον; Οι λέξεις στο μυαλό μου πλάγιαζαν όλο και περισσότερο.

Μάλλον νύσταξαν. Σίγουρα κουράστηκαν. Εγώ όμως όχι.

Και κάπου τότε οι φωτιές ακούμπησαν στο πάτωμα ανάλαφρα σα χιόνι όπου και κάπου εκεί έσβησαν και γινήκανε μονάχα στάχτη. Ένα γκρίζο χαλί υποταγής. Κάτι μπήκε στο μάτι μου.

Κάποιος αναζητά ένα τέλος.
Γι’ αυτό ξεκίνησα να γράφω ξανά απ’ την αρχή.

Είπα, «αυτή τη φορά θα είναι διαφορετικά!». Στο υπόσχομαι!

Έτσι λοιπόν, έπιασα και έσκισα με μανία τα μουτζουρωμένα γεμάτα με ακατανόητα λόγια χαρτιά μου που ίσως κάτι είχαν να πουν.







Παρασκευή 3 Νοεμβρίου 2017

Περί πηξίματος και ηδονής

Τα δάκρυα είναι νερό και τίποτα περισσότερο.
Ο ύπνος μας τρώει χρόνο από τη ζωή μας.
Ο κόμπος στο στήθος λύνεται όταν είμαι μόνος μου.

Μα πόσο μόνος;
Από την άλλη, κάποιοι είναι μόνοι τους μαζί με άλλους.

Τι να κατηγορήσω σήμερα;
Τα έχω κατηγορήσει όλα.

Ζω μέσα στο κεφάλι μου και τα μάτια καθρεφτίζουν το σκοτάδι.

Θα ξυπνήσω στη μέση της νύχτας για να (σε) σκεφτώ.
Δε θα σκέφτομαι τίποτα όλη την ημέρα.

«Μα καλά, χαζός είναι αυτός;».

Σιγοτραγουδάω ένα τραγούδι που έβγαλα στη στιγμή.
Η στιγμή πέρασε. Πέρασε και το τραγούδι. Δεν ήταν καλό έτσι κι αλλιώς.

Νομίζω πήγαινε κάπως έτσι…
«Η μέρα πέρασε μα ήτανε πολλές, η νύχτα έφτασε και πάγωσε ο καφές».
Ναι ναι κάπως έτσι.

Και κάθε τι γλυκό μου ανεβάζει εμετό αλλά ίσως απλά πρέπει να αδειάσω για να ηρεμήσω. 

Η ανάσα μου μυρίζει πετρέλαιο, για τη δικιά σου δε θα μάθω ποτέ.
Είναι αγένεια να ρωτήσω; Ξεφύσηξα.

Οι ερωτήσεις μου έφερναν πάντα τον άλλον σε δύσκολη θέση.
Το ίδιο και οι απαντήσεις μου.

Γι’ αυτό και απαντούσα με ερωτήσεις αλλά αυτό έκανε τα πράγματα χειρότερα.

Παύση. Παράλληλες γραμμές.

Θα ανταμώσουν.