Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016

Το Κελί



Ετσι, από το πουθενά και κάπου,
ο Παλιατσος κατέληξε στο κελί,
που για αυτόν, ήταν σαν οικεία με αυλή.
Ομως δεν άντεχε γιατί τον περιγελούσαν, 
και χωρίς οίκτο, το "είναι" του πατούσαν.

Του είχε λείψει το φως, σαφώς.
Ηταν καιρός να πάει εμπρός!
Γι' αυτό πήγε πίσω, τότε στα παλιά,
που τα μαλλιά σου ήταν μακριά 
και έκανε ζέστη.

Στη χάση και στη φέξη,
τα καλύτερα χαρτιά του είχε ήδη παίξει.

Δάκρυα κύλησαν λόγω των ψεμάτων,
που έγλειψαν τις πέτρες των τοιχωμάτων.
Οι πέτρες γίναν σκόνη και η θέα τον καυλώνει.

«Είναι ψηλά κι ωραία,
πάω κάτω να βρω λίγη παρέα»,
φώναξε πηδώντας ή πήδηξε φωνάζοντας, 
τα σύννεφα αγκαλιάζοντας,
που έμοιαζαν με σαντιγί, 
μέχρι που αυτός,
χτύπησε στη γη.

Άλλοι τον έχουνε για νεκρό,
Άλλοι τον έχουν δει στο μέτρο,
Εγω τον είδα να υπνοβατεί,
σε ένα άγνωστο τσίρκο,
πάνω σε σχοινί,
με θέα τη φυλακή.