Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

Λίγο πριν γυρίσουμε σελίδα

Κοίταξα το ρολόι. Σε λίγο μεσάνυχτα. Σε λίγο θα ακουστούν εκρήξεις φελλών απ' τις σαμπάνιες, απ’ τα πολύχρωμα πυροτεχνήματα, τις τρανταχτές φωνές και τις ζητωκραυγές. 

Νέα αρχή. Όπως τόσα άλλα χρόνια. Μα είναι αυτές οι τελευταίες στιγμές που μετράνε. Εκεί που κάθεσαι και αναλογίζεσαι πώς πέρασαν οι τελευταίες 365 μέρες και πώς είσαι ακόμα ζωντανός.

Και κοιτάζοντας «πίσω» βλέπω θλίψη. Βλέπω νεύρα, απογοήτευση, στεναχώρια, μοναξιά και αγανάκτηση. Βλέπω θάνατο, πόνο, πείνα και αδικία. Βλέπω στοιβάδες σκατών, βρομερά και σάπια κουφάρια. Μούχλα, κρύο και ανοησία.

Μα γιατί χαίρονται; Κοντοστέκομαι.

Αν δεν τα είχα περάσει όλα αυτά δε θα σ’ είχα γνωρίσει.
Αν δεν τα είχα περάσει όλα αυτά δε θα ήξερα πότε να χαρώ.
Αν δεν τα είχα περάσει όλα αυτά δε θα ήξερα τι να περιμένω.

Και τώρα περιμένω με ανυπομονησία τα μεσάνυχτα. Να φωνάξω πώς απ’ τα διαμάντια δε βγαίνει τίποτε ενώ από τη λάσπη ανθίζουν λουλούδια που θα σου χαρίσω μπάσταρδε Χρόνε. Γιατί κάθε φορά θα είμαι και πιο έτοιμος. 

Κάθε φορά, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, θα ξέρω ό,τι δεν ήξερα πριν. Και θα κλαίω και θα γελάω, με ή χωρίς λόγο. Γιατί όσες καταιγίδες κι αν φέρεις, εγώ θα κοιτάω τα σύννεφα τους στον ουρανό και θα φαντάζομαι σχέδια.

Η σαμπάνια έσκασε και αφρός χύθηκε στα ποτήρια.
Ο λαός «λιμοκτονεί» για λόγους και προπόσεις. 

«Κάθε χρόνο και χειρότερα» αλλά αυτό δε θα αλλάξει τώρα.  Δε θα κάνω ηλίθιες και ανούσιες ευχές.

Γι’ αυτό σας εύχομαι, κάθε χρόνο και καλύτεροι. Δυνατότεροι.
Γεμάτοι κατανόηση και υπομονή. Με τα μυαλά, τις καρδιές αλλά και τα αυτιά ορθάνοιχτα.

Τα πράγματα δε θα πάνε προς το καλύτερο, αν δεν πάμε πρώτα εμείς. 

Ας πάμε λοιπόν.



Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2016

Κρατώντας τον λύκο μακριά

Βρέχει ή μήπως κλαίει ο θεός; «Μας κατουράει» ακούστηκε από κάπου κι έτσι μετέφρασα τις βροντές σε γέλια του. Και καλά μας κάνει κύριοι. Κι εγώ θα το έκανα αν ήμουν εκεί ψηλά.

Αφού δε μαθαίνουμε. Τι ωραία να βράζεις στο καζάνι. Τι όμορφα να παίρνεις τις λάθος επιλογές τη μια πίσω από την άλλη. Πώς θα γίνουν όλα δραματικά; Δε γίνεται αλλιώς. 1+1=2 στα μαθηματικά μα στη ζωή ποιος ξέρει;

Και τι πλάκα που έχουν όλα τα «θα αλλάξω» που κράτησαν δύο δάκρυα. Και τι μοιραία τα «έχεις δίκιο» που το «δε με νοιάζει» στη συνέχεια ήταν αυτονόητο κι έτσι δεν ειπώθηκε για εξοικονόμηση χρόνου και αποφυγή καβγάδων.

Είπαμε να κρατήσουμε τον λύκο μακριά και του έχουμε μπολάκι με φάι στο σκαλοπατάκι της εξώπορτας. Πρωτόγονοι. Βάρβαροι που φοράμε λουστρίνια και τρώμε ανασφάλεια σαν ένα χρυσόψαρο στη γυάλα που πλέει στα σκατά του.

Εξαρτημένοι που πρέπει να στρώσουν το κρεβάτι τους πριν πιουν αλλιώς δεν κοιμούνται. Μα ποιος κοιμάται τελικά;

Και ενώ θα δαγκώνεις το χέρι που σε ταΐζει, ενώ θα γρυλίζεις φθόνο και τα αναμενόμενα αποτελέσματα της κάθε λέξης σου σε σοκάρουν, θα κλέψω πίσω κάθε αγάπη.


Όχι για κάποιον άλλον. Όχι για έμενα. Θα την πετάξω στα σκουπίδια. Όπου και ανήκε ανέκαθεν άλλωστε.

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016

Όπως σε κάθε γαλλική ταινία

Οι καπνοί απ’ τις καμινάδες αντικαθιστούσαν τα σύννεφα. Τα στενά μύριζαν αμμωνία και το πεζοδρόμιο σπασμένο τσιμέντο. Ορθάνοιχτα μάτια κρύβονταν πίσω από κλειδαρότρυπες και η αδικία μέσα στην τύχη. Ποιος είναι εκεί;

Κάθε πρωί ήταν μια παύση απ’ την αλήθεια, τη νύχτα. Αν δεν υπήρχε η αυγή πολλοί θα τρελαινόντουσαν. Μα για την ώρα το κρασί ρέει. Μα για την ώρα πολλά χάνονται στη μετάφραση και το αντικειμενικό παραμένει υποκειμενικό.

Όποια ερώτηση δεν έχει ομόφωνη απάντηση ή δεν απαντιέται με ναι ή όχι της δίνει ιδιαίτερο νόημα. Γιατί κάθε σενάριο και γρίφος λύνεται με ερωτήσεις και με υποθέσεις. Αρκεί μια απ’ αυτές να είναι η πραγματικότητα. Αλλιώς ζεις μόνος σου. Καλύτερα;

Τώρα το αυλάκι γεμίζει με νερό απ’ τη βροχή. Όταν ήμουν μικρός μου φαινόταν πιο καθαρό. Κι όσο χαδεύω αναμνήσεις δίνω υποσχέσεις στο μέλλον για το παρελθόν που δεν έζησα. Θα μείνεις πίσω μαζί μου; Είναι λίγο πιο δύσκολο να προχωρήσουμε μπροστά μαζί.

Τι γράμματα θα σκάλιζες στο ξύλινο παγκάκι μέχρι να το σαπίσει ο καιρός; Σε κάποιους αρέσει αυτή η μυρωδιά. Αυτή η μυρωδιά του βρεγμένου, σάπιου, χαραγμένου με γράμματα εραστών ξύλου. Κι εσένα σ’ αρέσει. Μ’ αρέσει που σου αρέσει. Μα δε θα ήταν δικά μου τα γράμματα. 

Να εγώ, σκεφτόμουν. Θα ταίριαζες στην ταινία μου. Θα είναι γαλλική. Τι θα γίνει στο τέλος ρωτάς. Μεταξύ μας ή στην ταινία; Όπως και να έχει, η απάντηση είναι ίδια. Κάτι κακό ή τίποτα. Όπως σε κάθε γαλλική ταινία, όπως σε κάθε τέλος, αν είναι πράγματι το τέλος.


Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2016

Αρρω(στημένη) Παρά-σταση

Νόμιζα πώς ήμουν ελεύθερος. Μα έκανα λάθος. Τώρα στέκομαι πάνω στο σανίδι. Εγώ είχα μάθει μονάχα να θαυμάζω. Όλοι οι άλλοι έχουν μάθει τα λόγια τους. Όλοι ξέρουν πώς ξεκίνησε το έργο, πώς συνεχίζει και πώς θα τελειώσει. Μα εγώ εκεί. Αφώνος. Εδώ η φαντασία σκοτώνει.

Πού στο διάολο είναι τα λόγια μου και κάθομαι και κοιτάω σαν χαζός; Μα δεν έχει σημασία. Νομίζατε κι εσείς ότι μπορείτε να πάρετε την κατάσταση στα χέρια σας ε; Ό,τι και να πω, ό,τι και να κάνω, οι καλοί ηθοποιοί θα το φέρουν εκεί που θέλουν όποτε το θέλουν.

Θα σε κάνουν να ξεχάσεις ότι είσαι πάνω στη σκηνή. Θα τραβήξουν τα φώτα πάνω τους. Θα τους ερωτευτείς. Θα ανεβάζουν στο ταβάνι χάρτινα αστεράκια και θα ρίξουν έναν δίσκο στο πικάπ λίγο πριν οι κουρτίνες κλείσουν.

Δεν είμαι ηθοποιός. Δεν είμαι θεατής. Είμαι κάποιος που δεν έχει δουλειά να βρίσκεται εκεί που βρίσκεται. Χαμογέλα για τη φωτογραφία. Μα μετά το φλας αυτή πάγωσε στο μυαλό μου και δεν μπορώ πια να κλείσω τα μάτια μου γιατί τη βλέπω μπροστά μου.

Σαν το πεντάχρονο που δεν μπορεί να κοιμηθεί μετά την τρομακτική ταινία που είδε. Κι εγώ τρομάζω τώρα. Γιατι φοβάμαι μήπως τα γέλια, τα δάκρυα και οι φωνές δεν είναι αληθινές. Φοβάμαι μήπως οι αμφιβολίες για το πού πατάω με καταπιούν.

Να πέσουν οι κουρτίνες, να σβήσουν τα φώτα, να τελειώσει η παράσταση.


Εγώ σεναριογράφος ήθελα να γίνω. Πώς κατέληξα έτσι; Τί κάνω εδώ; Τι να πω; Με κοιτάνε, ντρέπομαι, βοήθεια.



Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2016

Το Αστεροκοπείο


Μακριά, πολυ μακριά, ούτε καν στην γη, ούτε καν σε αυτόν τον γαλαξία. Σε καποιον πλανήτη που δεν εχει ανακαλυφθεί ακομα και πιστεύω πως ούτε πρόκειται, (ναι) κάπου εκεί, υπαρχει το σημαντικότερο εργοστάσιο του σύμπαντος. 

 Το Αστεροκοπείο. Κάθε λεπτό που περνάει, κόβει τα ετοιμοθάνατα αστέρια, υμνώντας κύκνεια άσματα. Γίνονται ευχές αγαπητέ μου.

Οι ευχές αυτές προβάλλονται σε κάθε έναν απο εμάς σε μορφή πεφταστεριών.
Τα αστέρια έχουν αυτή τη μικρη στιγμή διαύγειας ως προοικονομία για τον πιο όμορφο θάνατο του κόσμου, γι' αυτά και για εμάς.

Όμως, πολλές φορες νιώθουν πως πεθαίνουν μάταια. Οι άνθρωποι ξέχασαν να κοιτούν τον ουρανό το βράδυ. Έπαψαν να ψάχνουν για τα πεφταστέρια. Σταμάτησαν να πιστεύουν στις ευχές ακόμα κι αν ανέκαθεν κατηγορούσαν το σύμπαν για τις συμφορές τους.

Τα παραπάνω λόγια μπορείς να τα εκλαβεις ως ένα πρόχειρο παραμύθι για παιδια ή ως ένα κακόγουστο αστείο. Δεν θα τα έπαιρνες ποτε στα σοβαρά γιατί φοβάσαι τις πιο απλές ερωτήσεις. 

Αν είχες μια ευχή, τι θα ζητούσες; 

Εγώ θα ζητούσα να μην στεναχωριουνται τα αστέρια που δεν τα είδε ποτέ κανείς να πέφτουν. Θα πέθαναν έτσι κι αλλιώς. Το καθήκον τους το έκαναν.

Φώτισαν, άκουσαν, βοήθησαν και δε ζήτησαν ποτέ τους τίποτα. Τους φορτώθηκαν τόσα φταιξίματα, πάθη και λάθη.

Τι καλύτερο μπορούσαν να κάνουν, μου λες;




Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2016

Θέλω να λάμψεις. Τώρα.

Σταμάτα να κυνηγάς αυτή σαν ζώο υπό εξαφάνιση. Εσύ είσαι το ζώο. Εσύ που φορτώνεις τη ζωή της γεμάτος προσδοκίες. Δεν είναι κάτι το άπιαστο, όσο και να θέλεις να πιστέψεις πως είναι.

Είναι βαρύ το φορτίο και ατελείωτη η πίεση. Ακόμα και ο βαθύτερος ωκεανός έχει πάτο και τελειώνει με χώμα. Αν σκαλίσεις λίγο ακόμα θα βρεις εκρήξεις και φωτιές.

Μην πιέζεις τον ζωγράφο να ζωγραφίσει. Μην πιέζεις τον ποιητή να γράψει και την μπαλαρίνα να χορέψει. Η έμπνευση και η διάθεση δεν έρχονται με παραγγελία.

Γιατί αν το κάνεις, τότε θα απογοητευτείς. Αλλά ποιος νοιάζεται για εσένα; Αυτό που πονάει είναι ότι θα απογοητευτεί η ίδια που δεν μπόρεσε να σε ικανοποιήσει όπως νόμιζες ότι μπορούσε. Και δεν θέλει να απογοητεύει. Ειδικά εσένα που σημαίνει τόσα γι’ αυτή.  Η απογοήτευση σφάζει την ψυχή.

Γι’ αυτό θαύμαζε την όσο κάνει τις τρίχες σου να σηκώνονται απ’ το δέρμα σου. Θαύμαζε την όσο κάνει τις πεταλούδες στο στομάχι σου να ξενυχτάνε. Θαύμαζε την όσο τα μάτια της λάμπουν.

ΜΑ.

Όταν έχει κρύο κι αστραπές, όταν το γυαλί ραγίσει, όταν το χαμόγελό της κρεμάσει και τα μάτια της δακρύζουν μέχρι να αποκοιμηθεί, τότε εσύ πρέπει να την αγκαλιάσεις. Όχι επειδή πρέπει, αλλά επειδή το θες. Αν δε θες φύγε τώρα πριν να είναι αργά και σταμάτα να διαβάζεις.

Αλλά αν την αγκαλιάσεις τότε το γυαλί θα λιώσει για να γίνει ξανά ένα. Κι αν δε γίνει, τότε θα το κάνεις ξανά την επόμενη μέρα. Και ξανά και ξανά και ξανά μέχρι να μην μπορεί να πάρει ανάσα. Μα τότε είναι που θα πάρει.


Κι όταν πια θέλει και μπορεί, θα λάμπει ακόμα περισσότερο, χωρίς προσπάθεια για εσένα και γι’ αυτή. Γιατί θα ξέρει ότι δεν περιμένεις τίποτα, γι'αυτο και θα σου δώσει τα πάντα.


Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2016

Αίμα στο χαρτί

Ο συγγραφέας καθόταν στο γραφείο. Πάνω σ’ αυτό βρισκόταν μια λάμπα πετρελαίου που τρεμόσβηνε προστατεύοντας τον απ’ το σκοτάδι αλλά όχι απ’ τις σκιές.

Χάιδευε την πένα του πάνω σε κιτρινισμένα χαρτιά με νάζι αναζητώντας τα όνειρά του. Κάθε φορά που το μελάνι τελείωνε τη βουτούσε ξανά στη θήκη με το μελάνι.

Δίπλα του ένα τασάκι που μέσα του καιγόταν για ώρα ένα τσιγάρο κάποιας φτηνιάρικης μάρκας γεμίζοντας με καπνό και εθισμό όλο το δωμάτιο. Στα αριστερά του ένα μπουκάλι κρασί- σχεδόν άδειο, ενώ στα δεξιά, ένα γεμάτο για την ώρα ποτήρι.

Έκανε κρύο μα τα παράθυρα ήταν κλειστά. Μήπως το κρύο ερχόταν από μέσα; Οι σταγόνες της βροχής έγλειφαν τα παράθυρα κι έπειτα τα θάμπωναν με τις ανάσες τους.

Η άκρη της πένας στέγνωσε μα η νύχτα είχε φέρει εξάντληση συσσωρευμένης αϋπνίας στον άντρα ο οποίος δεν ήθελε να αφήσει κάτω την αγαπημένη του. Μα σαν προσπάθησε να την υγράνει, την άφησε να κάνει βουτιά στο ποτήρι με το κόκκινο κρασί.

Τώρα διψούσαν και οι δύο. Τώρα η πένα έγδερνε το χαρτί και του άφηνε πληγές και σκισίματα. Μεθυσμένες λέξεις χάραζαν πορείες και επιλογές με τις ανάλογες συνέπειες. Το κρασί γινόταν αίμα.

Τότε αυτός άνοιξε τα μάτια. Βρισκόταν στην κηδεία του θύματος του. Να το κοιτάζει από ψηλά. Να σκέφτεται αν υπάρχει ένοχη σκέψη εάν αυτή δεν ακολουθείται απ’ την πράξη.

Να κατηγορεί εκείνη, το κρασί, την ομίχλη του δωματίου και την παράνοια της αϋπνίας του. Να κατηγορεί το κρύο και τη βροχή, το εξαντλημένο φως. Να κατηγορεί όσα ήθελε να έχει για να μην κατηγορήσει τον ίδιο ούτε τώρα, ούτε ποτέ, ούτε στο ελάχιστο.


Και σαν συνήλθε, έπιασε να δει όσα είχε γράψει. Άρπαξε τη μελανοθήκη και την άδειασε πάνω στα γραπτά. Το μελάνι μουτζούρωσε τα πάντα. Μα τι άλλαξε; Αφού ξέρει, ξέρω, ξέρεις, ξέρουμε.

       



Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2016

Παλεύοντας Δαιμόνια

Τα γδαρσίματα πάνω στον καθρέφτη χάραζαν το χρόνο. Παπαρούνες της αγκάλιαζαν το δέρμα. Ένα ξεκούρδιστο βιολί υμνούσε παλιές μελωδίες που έκλαιγαν μυστήριο.

Το πορφυρό φόρεμά της σηκωνόταν.
Το πορφυρό φόρεμά της ήταν μαύρο.

Έπλεε στο πάτωμα. Τα φαντάσματα της χάιδευαν την πλάτη σαν λεπτό σεντόνι του καλοκαιριού. Ένα πέπλο φτάνει για να κρατήσεις πνεύματα και δαιμόνια μακριά μα όχι όσα είχε εκείνη μέσα της.

Φώναζαν να βγουν, φώναζε και η ίδια. Έβηχε και πνιγόταν σε κάθε λυγμό, σε κάθε σταγόνα- ιδρώτα, δακρύων, σάλιων και ηδονής.

Τα τζάμια έσπασαν, η κολόνια της δε μύριζε πια. Το ρολόι χτυπούσε ανελέητα καρφώνοντας τους δείκτες του όσο πιο βαθιά της γινόταν.

Και όταν πια ξέρασε το κακό, λίγο πριν λιποθυμήσει πλησίασε όσα είχε μέσα της μέχρι στιγμής. Ένιωθε τόσο κενή. Τα κεριά έλιωναν και το σκοτάδι σκότωνε τη φλόγα τους.

Το κραγιόν της ήταν παντού εκτός απ΄τα χείλη της μα παρέμεναν ακόμα και τότε κόκκινα. Τα γαλανά της μάτια δεν είχαν πια ουσία καθώς έκλειναν σε κάθε αργοπορημένο χτυποκάρδι.   

Έτσι οι γλώσσες μπήκαν μέσα, τα δαιμόνια πήραν όσα ήθελαν και θα το ξαναπάρουν το επόμενο βράδυ. Αν ξημέρωνε ποτέ.

 



Κυριακή 21 Αυγούστου 2016

Πληγές κι Αλάτι

Γαμώτο και πληγές. Πολλές πληγές που ραντίστηκαν από καθάρματα με μαύρο αλάτι για να πονέσει λίγο περισσότερο, για να δούμε πόσο αντέχει κανείς. Και αφού πέρασαν τα χρόνια και οι φωνές σώπασαν γιατί οι λαιμοί κόπηκαν, οι πληγές γίναν τραχύ δέρμα.

Για όσα πονούσα, δεν πονάω πια. Για όσα μόχθησα τα έχω βρει αν και σπασμένα. Τώρα δε μοχθώ και ασχημαίνω. Σαν τίποτα να μη μου λείπει, μα αυτό μου λείπει. Μου λείπουν οι πληγές μου, μου λείπουν τα εμπόδια που θέλω να σκοντάψω. Δεν ξέρω αν είμαι άδειος ή γεμάτος.

Δε θέλω τη γνώμη σου. Συνήθισα να μιλάω μόνος μου, να κοιτάω μόνος μου, να σκέφτομαι μόνος μου. Μα το ενδιαφέρον δεν κερδίζεται παρά μόνο αν μοιάζει με εσένα και είναι βαριά τιμωρία για τα κλειστά μυαλά του κόσμου. 

Πόσο ξεχωριστός νομίζεις πώς είσαι; Και εγώ έτσι νόμιζα μέχρι που με άκουσα να μιλάω. Αλλά είναι μια αρχή να ακούς. Να σε ακούς λοιπόν. Ακόμα και αν μιλάς στον εαυτό σου.

Δε γίνεται να λες άλλα και να κάνεις άλλα. Δεν είναι πρέπον. Αν δε σε νοιάζει το πρέπον μην πας και λες σε όλους πως ξέρεις τι σου γίνεται. Από ψέμα χορτάσαμε. Κρύψε την αλήθεια. Είναι διαφορετικό(;).


Ποια θάλασσα συναισθημάτων μπορεί να φέρει στην επιφάνεια αλήθειες αν δεν περιέχει αλκοόλ ή μίσος; Σώπασε τώρα. Ακούς τα κύματα που σπάνε στους κρυστάλλινους βράχους; Σκουριάζουν.


Τετάρτη 3 Αυγούστου 2016

Το Φως μου


Σε μια παραλία, το βράδυ της όγδοης μέρας της εβδομάδας, μια παρέα ατόμων είχε μαζευτεί γύρω απ' τη φωτιά. Όλα ήταν εκεί. Η ζεστασιά της φωτιάς, αυτοί, το κρασί, τα τσιγάρα, οι κιθάρες και φυσικά, εσύ.

Εσύ γλυκιά μου. Που αν μου έλεγες ότι τα μάτια σου μπορούν να λάμψουν περισσότερο δε θα το πίστευα, μέχρι που το είδα.

Με κοιτούσες με το βλέμμα που έλεγε συγγνώμη χωρίς να χρειαστεί να σαλέψουν τα χείλη σου. Μου έλεγαν πως είσαι δικιά μου όμως δεν ήσουν.

Αυτό το χαμόγελο που προσπαθούσε να πει ψέματα, ήταν το μόνο ψέμα που θέλησα ποτέ μου να πιστέψω. Και ξαφνικά όλα χάθηκαν.

Μείναμε οι δυο μας να κοιταζόμαστε και η φωτιά να μας ζεσταίνει λίγο περισσότερο απ' το επιθυμητό. Έπρεπε να σπάσει η σιωπή αλλά δε μιλούσες.

Άρχισε να ακούγεται ένα soundtrack κάποιας σαχλής ρομαντικής ταινίας και ήξερα ότι αν δεν έλεγα κάτι εγώ, η μουσική θα τελείωνε και θα μέναμε άπραγοι.

Γι' αυτό πήρα μια ανάσα και έβγαλα το αγαπημένο μου πουκάμισο και το πέταξα στην φωτιά για να σε φωτίσει λιγο περισσότερο.

Ξέρεις, γιατί είναι απαράδεκτο και άκρως ακατάδεχτο να σβήσει η φωτιά και να σκοτεινιάσει το πρόσωπό σου.

Να λάμπεις σε παρακαλώ, γιατί είναι το μόνο που χρειάζομαι στον κόσμο.

Η Έναστρη Νύχτα


Ζωντάνεψαν τα πάντα για όσους δεν μπορούσαν να δουν. 
Πουτάνα όλα στο Λούβρο. 

Κάθε πίνακας μιλούσε. Για να καταλάβεις, η Μόνα Λίζα απλά έσφιξε τα χείλη. «Μαλάκα έχω νεύρα» μα τα κράτησε σε ένα πιεσμένο χαμόγελο.

Ο Θεός άπλωνε το χερι γελώντας και ο Αδάμ τέντωνε το δικό του ενώ ηταν έτοιμο να ξεκολλήσει απ' τον ώμο του. Τα ρολόγια εξατμίστηκαν απ' την ζέστη και ο σταυρός ξεκόλλησε απ' τον ουρανό πλακώνοντας τον Ιησού.


Οι εραστές πνίγονταν απο τις σακούλες που είχαν στα κεφάλιά τους ενώ ένας πίνακας με θάλασσα και τρικυμία στράβωσε και πλημμύρισε όλη η αίθουσα. Α, και η Κραυγή(;).


Σώπασε για πάντα, ποτέ πριν δεν ειχε δει βροχη πεφταστεριών.

Όχι μονάχα οι πίνακες αλλά και οι φωτογραφίες ξύπνησαν. Τα ηλιοβασιλέματα μύριζαν υγρασία, οι γκρεμοί φώναζαν «πήδα» ενώ οι φωτογραφίες στις οποίες ήμασταν μαζί, πήραν φωτιά.

Οι νεκροί δάκρυσαν, οι παντρεμένοι το ίδιο. Οι στρατιώτες χαμογέλασαν και τα αδέρφια αυτή τη φορά αγκαλιάστηκαν πιο σφιχτά.

Πρόσωπα πετάγονταν από οθόνες σινεμά και τηλεοράσεων. Φήμες λένε ότι δεν ήθελαν να γυρίσουν πίσω. Κάνει κρύο στον κόσμο τους. Έτσι κάποιοι έμειναν απ' έξω και ονομάστηκαν ηθοποιοί, έπειτα εμείς το συνηθίσαμε.

Οι βιβλιοθήκες έπεσαν για να βγουν τα βιβλία απ' τα ράφια τους, για να ανοίξουν και να φανερωθούν καθε λογής σκίτσα, που το πρωτο πράγμα που έκαναν ήταν να πάρουν μια ανάσα και να βηξουν. Μεγάλο κρίμα, τοσο καιρό κλειστά και μεσα στην σκόνη. Όπως όλοι μας.

Μακάρι εκείνο το βραδυ να μην ήμουν ο μονος ξύπνιος.



Στάχτες


Βλέπουμε ό,τι θέλουμε να δούμε. Εμείς επιλέγουμε τη διάθεση μας, τις αποφάσεις μας, την οπτική μας γωνία σε μια ζωή που όλο κάνει κύκλους.

Ανάλογα με τα ερεθίσματα που έχουμε θα προσέξουμε λέξεις, ή θα αγνοήσουμε λέξεις. Το ίδιο ισχύει και για τις πραξεις.

Αν θες μπορείς να το βαφτίσεις πεπρωμένο, αν θες τύχη, αν θες πες πως ήταν και γραφτό, ή μήπως ήταν σύμπτωση; Θα σε βόλευε να ήταν σύμπτωση, μιας και ο,τι λάθος συνέβη ηταν εξαιτίας της απέραντης γκαντεμιάς σου και αν όχι τοτε θα ηταν άνετο να ήταν γραφτό.

Θα ήταν όλα τοσο βελούδινα, σαν απο ταινία, για να πλάσεις μια φανταστική παραμυθένια πραγματικότητα πάνω σε κάτι που είναι σχεδόν όπως το φαντάστηκες στο όνειρο σου, μπορεί όμως να μη μοιαζει και καθολου.

Μια ατελείωτη ανάγκη να βρούμε αυτό που ψάχνουμε έχει ως συνέπεια τη δημιουργία παραισθήσεων αλλα και ψευδαισθήσεων για να κοιμηθούμε ήρεμα το βράδυ.

Όταν θες απεγνωσμένα κατι, ψάχνεις μόνο αυτό, προσπερνάς καθε προειδοποιητική ταμπέλα, καθε σήμα, κάθε αλληλογραφία. Κρατάς τα ματια σου καρφωμένα πανω του και ανοίγεις το πουκάμισο. Αδειανό. Κοιτάς γύρω σου. Στάχτες.

Δευτέρα 1 Αυγούστου 2016

Πλάι στο κύμα


Πλάι στο κύμα, μια κοπελα αποκοιμήθηκε ενώ διάβαζε το βιβλίο της...  Tο κύμα παρέσυρε το βιβλίο κι εκείνη δεν έμαθε ποτέ τον δολοφόνο, αλλά γιατί να τον μάθει; Για πάρτη του σκότωσε. Ήξερε ότι η κοπέλα που δολοφόνησε δεν άξιζε δεκάρα, έτσι κι αλλιώς όλοι το γνώριζαν.

Και ποιος είσαι εσύ να αφαιρέσεις μια ζωή επειδή εσύ έκρινες οτι δεν άξιζε να ζει; Αλλά το έκανες, πάει τελείωσε. Οι ενοχές όλες δικές σου και ολοι οι αλλοι χαρούμενοι. Ήρωας. 

Μην ανησυχείς, δεν θα σε πιάσει κανείς. Υπάρχουν τόσοι ύποπτοι και εσύ δεν είσαι ένας απ' αυτούς. Δε φαίνεσαι πανάθεμά σε. Ξέρεις να μιλάς και να φέρεσαι. Πρέπει να σε αναλύσει κάποιος για να σε βρει αλλά είσαι τόσο μόνος.

Είσαι τόσο μόνος που οι επιλογές σου είναι τόσο εύκολες. Δεν επηρεάζεσαι, δεν έχεις άλλες γνώμες να σε αποσπάσουν.

Είναι ένας τρόπος ζωής, δε λέω. 
Αλλά νιώθεις πραγματικά άνθρωπος;
Καταφέρνεις να σε γεμίζεις;
Γιατί το έκανες, πότε, πώς, πού;!
Δε θα σε κάρφωσω, θαυμάζω τους γρίφους. 

Κάνε με το ημερολόγιό σου. 
Το έχεις ανάγκη, πες την αλήθεια. 
Πες μου τα μυστικά σου, για να σου και εγώ όσα κρύβω.

Συγγνώμη


Αγαπητό μου ημερολόγιο, θα ήθελα να σου ζητήσω συγγνώμη. Αξίζεις ζωγραφιές, χρώματα, σχέδια και πιο ωραία γράμματα απ' αυτά, μήπως και αντιπροσωπεύσουν την πραγματική σου αξία. Χάνεται το περιεχόμενό σου. Αλώνεται, γίνεται πιο αδιάφορο και κουραστικό. Και στο υπόσχομαι, εσύ αδιάφορο και κουραστικό δεν είσαι.

Οι γονείς μου και οι φίλοι μου, μου το έλεγαν ανέκαθεν πως δεν έχει σημασία η εξωτερική εμφάνιση αλλα η εσωτερική. Το πόσο σωστός, ηθικός, δίκαιος και ευγενικός είσαι. Το πόσο καλόκαρδος και γενναιόδωρος. Το να βοηθάς, να προσπαθείς και να νοιάζεσαι. Να κουράζεσαι, να υποστηρίζεις και να χτίζεις χαρακτήρα. Το να λες τη γνώμη σου. Αυτο μου έλεγαν ότι είναι ομορφιά από τότε που με θυμάμαι.

 Εγώ τους πίστεψα. Προσπαθούσα από τότε να το κατορθώσω. Έτσι ήμουν, έτσι είμαι κι έτσι θα ειμαι. Ο σεβασμός και η εκτίμηση έρχονται μετά. Το δέχτηκα και αυτό. Αλλα εχω φτάσει μακριά και εχω αρχίσει να θυμώνω και να κουράζομαι. Να ζηλεύω, κάτι που δεν έκανα ποτέ μου.

 Άτομα όμορφα στην εξωτερική με ποικιλίες στην εσωτερική. Απο μπαστάρδια μέχρι λεβέντες. Τραβάνε κόσμο. Ακούγονται. Καταλαβαίνονται. Δεν ξερω πόσοι μένουν κοντά τους αλλα το πρόβλημα μου είναι άλλο. Όσο όμορφος και να εισαι εσωτερικά, αν δεν εισαι όμορφος εξωτερικά, οι άνθρωποι δεν σε αναγνωρίζουν. Δεν σε βλέπουν, δεν σου μιλάνε, δεν ψάχνουν να σε ανακαλύψουν. Δεν ειναι λάθος τους και δεν τους κατηγορώ. Απλα συμβαίνει και υπάρχει. Ο,τι λάμπει δεν ειναι χρυσός μα ο,τι δεν λάμπει ανακαλύπτεται πιο δύσκολα, δε φαίνεται και χάνεται.

Θησαυροί και καμένα χαρτιά που κανουν παπάδες μόνοι τους, νιώθουν αμήχανα όταν τους δίνεται η απαραίτητη προσοχή για να δείξουν τι αξίζουν. Δεν είναι συνηθισμένοι σε τέτοια.

Θελω να πω οτι αν ήμουν πιο όμορφος και εγω δεν θα είχα άλλον χαρακτήρα απο αυτόν που εχω τωρα αλλα δεν το ρισκάρω. Εχω δει τι κανει η δύναμη... Και η ομορφιά ειναι δύναμη....

Οπότε συγγνώμη αγαπητό μου ημερολόγιο. 
Σου το ορκίζομαι ομως οτι όποιος άνθρωπος σε πιάσει στα χέρια του θα συγκινηθεί.
Θα σε αγαπήσει και θα σε καταλάβει. Και αν δεν γίνει ποτε αυτο θελω να μην μου φοβηθείς γιατι θα εχεις εμένα. Εντάξει;


Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

Αυτός ο κόσμος αλλάζει;

Δε χρειάζεται να με πιστέψεις.

Ένα νέο κοκαλιάρικο παιδί, χωρίς ιδιαίτερες εμπειρίες κοιτώντας με κιάλια και αλαζονικό ύφος κάθε σοφία που θα του φέρει ο χρόνος μαζί με τις πληγές που θα του χαρίσει.

Τι να πιστέψεις απ’ αυτό; Ότι θα αλλάξει τον κόσμο; Εσύ ο ίδιος δεν μπόρεσες. Ποιος; Εσύ! Που θεωρείς τον εαυτό σου τόσο μεγάλο και τρανό. Τόσο σπουδαίο και μεγαλωμένο απ’ το χώμα.

Φώναζες πως ο κόσμος δεν αλλάζει μόνο από ένα άτομο. Κάπου εκεί χαμένος στην πορεία τα παράτησες γιατί δε σε βοηθούσε κανείς.

Άφησες όλα τα βάρη σου και πήγες και αγκάλιασες τους ως τότε εχθρούς σου. Βαρέθηκες να είσαι το κορόιδο και να σε κοροϊδεύουν.

Τώρα παίρνεις το μέρος τους και κοροϊδεύεις αυτούς που σε αντικατέστησαν. Μάγκας.

Το ονόμασες και ωριμότητα πανάθεμά σε.

Και τώρα έρχεσαι και ρωτάς πώς γίνεται αυτός ο νεαρός να αλλάξει τον κόσμο ενώ εσύ απέτυχες παταγωδώς. Να, δε θα το κάνει.

Απλά θα φτιάξει έναν δικό του. Δε θα έχει μέσα κανέναν σας. Δε θα του λέτε τι να κάνει και πώς να το κάνει.

Δε θα τον σταματήσει κανείς. Όταν όλοι ζητάτε τη βοήθειά του θα σκεφτεί αν θα σας τη δώσει. Πόσο προσπάθησες αλλά και πόσο άλλαξες αγαπητέ προδότη των ονείρων σου;


Δευτέρα 18 Ιουλίου 2016

Η Τελευταία Μέρα της Ανθρωπότητας

Ο ουρανός σκοτείνιασε, τα λουλούδια σάπισαν. Η θάλασσα αγρίεψε, τα αστέρια φοβήθηκαν και κρύφτηκαν πίσω από το φεγγάρι κι αυτό με τη σειρά του, πίσω απ' τον ήλιο που κουράστηκε να πετάει φωτιές.

Οι άνθρωποι αναστατωμένοι και απεγνωσμένοι. Τελευταία μέρα για όλους μας. 

Και τι θα γίνει;

Κάποιοι έτρεξαν να πηδήξουν όποιον βρουν μπροστά τους, βίαζαν σε κάθε στενό.
Άλλοι ψάχνοντας απεγνωσμένα τον έρωτα είπαν όσα δεν μπορούσαν να πουν όσο πίστευαν πως υπάρχει και το αύριο. 

 Είχε και αυτοκτονίες με. Είχε και δολοφονίες γιατί κάθε νόμος έσπασε εκείνη την ημέρα. Οι νεκροί πολλαπλασιάστηκαν καθώς υπήρξαν κι αυτοί που δεν είχαν νιώσει ποτέ  χαρούμενοι και έπεσαν στα πιο δυνατά ναρκωτικά λες και θα έκλεβαν λίγη ζωή παραπάνω. Να προλάβουν να ζήσουν.

Οι εκκλησίες γέμισαν με μια προσπάθεια ψεύτικης εξομολόγησης. Τώρα το θυμήθηκαν πως η ψυχή τους είναι σάπια. Οι γονείς έψαχναν τα παιδιά τους ενώ τα παιδιά τους φίλους τους γιατί αυτοί τους είχαν στηρίξει περισσότερο.

Εγώ καθόμουν σε μια ταράτσα ενός εγκαταλειμμένου σπιτιού καταγράφοντας τα γεγονότα.

 Άξιζε. Όχι επειδή τελικά δεν ήταν η συντέλεια του κόσμου, αλλά για να δείξω πως αφήνουμε τον χρόνο να περνάει γιατί πάντα θα πιστεύουμε ότι έχουμε κι' άλλο.

Κουνήσου και πράξε. Άσε τους εγωισμούς και το αύριο και κάνε τώρα αυτό που θες να κάνεις. Γιατί αν δεν το κάνεις, το τέλος του κόσμου για εσένα, έχει ήδη φτάσει.


Φως είναι αυτό;



Τετάρτη 6 Ιουλίου 2016

Να με συγχωρείς

Σε είχα πάει στο ψηλότερο σημείο, μακριά από την πόλη που τα φώτα της θύμιζαν ετοιμοθάνατες πυγολαμπίδες καθώς τρεμόπαιζαν. Τώρα θα χαθούν σου έλεγα.

Εσύ χαιρόσουν με την ιδέα πως θα χαθούν. Σου άρεσε το σκοτάδι. Μα τα αστέρια ήταν αμέτρητα και το φως τους δεν έλεγε να σβήσει. Θυμάμαι πως σε ενοχλούσε και ενώ νόμιζα ότι μου έδειχνες εκείνα, εσύ απλά άπλωνες το χέρι σε ένα αεροπλάνο που χανόταν ανάμεσα τους.

Εκεί ήθελες να πας. Ας μην έφτανες ποτέ και πουθενά.
Πού να πήγαινες άλλωστε;

Θυμάμαι να σου χαϊδεύω τα μαλλιά ενώ αυτά λάδωναν. Θυμάμαι που σου έπαιρνα δώρα και φαινόμουν τόσο κακός. Η αγάπη δεν εξαγοράζεται. 

«Είσαι η πιο όμορφη κοπέλα που γνώρισα ποτέ μου». 
«Μη με συγκρίνεις».

Εγώ σε αγκάλιαζα και εσύ ίδρωνες. Εγώ σε φιλούσα αλλά τα ξερά χείλη δεν ικανοποιούν κανέναν. Πώς να ικανοποιήσουν εσένα πριγκίπισσα;

Και όταν σε αγκάλιαζα όταν κοιμόσουν για να κάνεις τα πιο γλυκά όνειρα, εσύ δεν μπορούσες καν να κοιμηθείς. Πόσο σκληρός είναι ο κόσμος. Πόσες λάθος πράξεις μπορώ να κάνω κατά λάθος;

Μα δεν έχει σημασία τι έγινε επίτηδες και τι όχι. Να, λαδωμένη, βρομερή, υποτιμημένη, απογοητευμένη και άυπνη. Σε κατέστρεψα ομορφιά μου. Το ξέρω.

Να με συγχωρείς.