Δευτέρα 9 Μαΐου 2016

Το Μπαρ του Θυμού


Όταν ένας δικαστής σήκωσε το δάχτυλό του, έναντι ενός φτωχού ηλίθιου, στο χέρι έσφιγγε τρία δάχτυλα που έδειχναν τον ίδιο. Σε εμένα, σήκωσε το δάχτυλο γιατί είμαι διαφορετικός. Σιγά το νέο.

Είμαι ένα βουνό. Αν ο Μωάμεθ δεν έρθει, τότε καλύτερα. Είμαι καλά και μόνος μου. Για δες, η παροιμία έκανε λάθος. Είμαι σαν το φελλό του κρασιού που έστειλαν πίσω. Είμαι οι κάλλιοι στα γόνατα όσον προσευχήθηκαν υπερβολικά και δεν εισακούστηκαν ποτέ τους.

Είμαι όπως ο άνεμος. Πάω όπου με πάει, αλλά είμαι πάντα εδώ.
Είμαι το δαχτυλίδι της νύφης, το οποίο έβγαλε και μου το πέταξε. Τότε της είπα «καλύτερα έτσι, είμαι καλύτερα μόνος μου, χωρίς φίλους, χωρίς εραστές». Κοιτάω τη  δουλειά μου.

Είμαι η μαύρη τρύπα, ενός πεσμένου δοντιού από το χαμόγελο της τύχης.
Και κοίτα κατάσταση. Κοίτα πως, το πιο άτυχο και επικίνδυνο πράγμα που έχω ζήσει, είναι η ζωή. Που με το που γεννιέσαι, γυρνάς, γνωρίζεις, μαθαίνεις και αλληλεπιδράς. Αλλά από τη ζωή, δε βγαίνεις ζωντανός. Μόνος ένας τα κατάφερε, μα τον είχαν στείλει.

Περίεργοι καιροί. Μα αν ξαναγεννηθώ, θα ήθελα να ξαναγεννηθώ ο εαυτός μου, με την υπόσχεση ότι θα με κάνω να κάνω περισσότερο σεξ και παρακαλώ το Θεό να βάλει κανένα άνθος παραπάνω στο δρόμο για να το δώσω σε κάθε κορίτσι που δεν μου έχει δώσει. «Ει, ομορφιά, κράτα το, δικό σου».

Και τώρα που νυχτώνει και έρχεται το ηλιοβασίλεμα, τέσσερα παιδάκια έχουν μαζευτεί και παίζουν τους αστροναύτες δίπλα σε κάτι άστεγους. Κοίτα με πόση προσοχή κάνουν όλη αυτή τη φαντασία περιπέτεια. 

Για όλα τα παραπάνω, κάνω μια πρόποση, σε όποιον είναι σαν και εμένα, στο μπαρ του θυμού. Και όσο περισσότερο πίνω, τόσο περισσότερο διψάω. Αυτά τα γαμημένα  ποτήρια είναι γεμάτα άμμο, μα το νερό εδώ απαγορεύεται.

Παρασκευή 6 Μαΐου 2016

Ζητείται Καντηλανάφτης

Η μάγισσα
πάντα φρόντιζε να προσέχει το καντήλι της.

Ήταν φτιαγμένο από μέταλλο που φαινόταν να σκουριάζει με τον καιρό.

Τόσος καιρός.

Τέσσερα τζαμάκια αγκάλιαζαν το κόκκινο κερί που βρισκόταν μέσα του.

Ήταν κρεμασμένο ψηλά,
για να μην το φτάνει κανείς άλλος.

Το κερί αυτό σκορπιζόταν πάνω σε γράμματα εραστών.

Ήταν παρόν, στους θρήνους των αγαπημένων.

Χάριζε ηρεμία στα παιδιά που φοβόντουσαν το σκοτάδι,
έδειχνε τον δρόμο στις χαμένες ψυχές
και δώριζε ζεστασιά στις παγωμένες καρδιές.

Με τον καιρό τα πράγματα δυσκόλευαν κάπως.
Η μάγισσα γερνούσε και ο αέρας,
φυσούσε.

Το κερί έλιωνε και γινόταν όλο και πιο μικρό,
έτοιμο να πνίξει την φωτιά του, 

στην ίδια του την ύπαρξη.

Η φλόγα εξαφανιζόταν
σιγά-σιγά
κι έπειτα φούντωνε ξανά με τις προσπάθειες
της μάγισσας.

Αχ, ευτυχώς κι αυτή.

Μια μέρα όμως, η μάγισσα βρέθηκε στο κρεβάτι.

Βαριά άρρωστη.

Άφησε την τελευταία της πνοή
στο καντήλι,
σβήνοντας το κερί για πάντα.

Εξαλείφοντας τη μαγεία
απ' όλον
τον
κόσμο.

Το φως πέθανε.
Το ψύχος κυρίευσε.

Κι οι καπνοί απ' το σβησμένο κερί έπαιρναν σχήματα.
Θανάτου, φόβου, φθόνου και θλίψης.

Και τώρα;

Ε, και τώρα …


Ζητείται καντηλανάφτης.


Πέμπτη 5 Μαΐου 2016

Έσπασα σήμερα



Έσπασα σήμερα,
όμως το βράδυ ήταν όλα εντάξει.
Με είδα παντού στο πάτωμα. 
Μικρά γυαλιά και αίμα. 
Ευτυχώς και βρέθηκες εσύ.

Εσύ δεν απομακρύνθηκες.
Δεν φοβήθηκες να μην κοπείς.
Πέρασες όλη την ημέρα σου
μαζεύοντας τα θρύψαλα μου και
κολλώντας τα με ό,τι είχες.

Όταν τελείωσες,
με κοίταξα στον καθρέφτη.
Ήμουν αλλαγμένος.
Τα κενά μου είχαν γεμίσει,
με κομμάτια σου.

Δεν θα μπορούσα να είμαι ποτέ ξανά,
όπως ήμουν πρώτα.

Ευχαριστώ που μου έδωσες την ευκαιρία
να ζήσω δεύτερη φορά.
Ακόμα και αν ήσουν εσύ,
που με έσπασες εξαρχής.
Όπως και να έχει,
με έκανες ομορφότερο.