Πέμπτη 9 Απριλίου 2015

Τα αγάλματα πονάνε


 Κατέβηκε ο ήλιος συνοδευόμενος απο την θερμοκρασία. Τα αγάλματα ομως παρέμειναν εκει. Δεν κινήθηκαν ουτε χιλιοστό και ας είχαν τόσα πραγματα να κανουν. Τα περισσότερα γυμνά, θέλοντας κατι να ρίξουν πανω τους για να ζεσταθούν. Ζητώντας μια αγκαλιά και ενα χάδι αλλα ποιος να τους ακούσει. 

 Έχουν ακούσει τόσες μεθυσμένες ιστορίες, έχουν ακούσει ανέκδοτα, προτάσεις, διαφωνίες, συμφωνίες και τσακωμούς. Αλλα ποτε δεν είπαν κουβέντα. Ποτε δεν είπαν την γνώμη τους και ποτε κανεις δεν τα αγκάλιασε ώστε να μπορέσουν να διαβεβαιωθουν οτι πράγματι έχουν καρδια. 

 Βρέθηκαν σε τόσες φωτογραφιες, μα πανω που νόμιζαν οτι εκαναν έναν νέο φίλο, αυτοι συνέχισαν το περπάτημα. Σε κόμμα τα αγάλματα. Φιλίες του ενός λεπτού. Σχεδον πραγματικότητα. 

 Όλη τους η ζωή μια σκηνή. Ενας βιασμός, μια σκέψη, μια ιδέα, ενας θεός, μια υποταγή, ενας αποκεφαλισμός, ενας έρωτας. Ίδια εικόνα καθε μέρα, μέχρι να πέσουν. Αλλα ειμαι σίγουρος οτι νιώθουν περίφανα οταν πια σκοτεινιάσει και τα κόκκινα φώτα τα λουζουν, δίνοντας τους την απαραίτητη προσοχή. Εγω πάντως ενα χαμογελο το ειδα.

Τρίτη 7 Απριλίου 2015

Το παιδι που γέρασε νωρίς


 Mood swings. Κούνια μπέλα η ζωή. Πρεπει μα βάλεις δύναμη να πας στα άκρα αλλα ευτυχώς αυτη εχει μονο δυο. Ομως πονά να σταματήσεις, ξυπόλυτος καθώς εισαι. Πρέπει να πηδήξεις. Ναι, τοσο σύντομα, τοσο ψηλά και τοσο μακριά. Τοσο επικίνδυνα. Χωρις ζώνες ασφαλείας, χωρις αγκαλιά να σε πιάσει. Μεγάλωσες.

 Εσυ στηρίζεις πια, οχι οι άλλοι. Και αν η επιλογή σου ηταν να περιμένεις να σταματήσει μονη της η κούνια σου λεω οτι δεν γίνεται. Οι αλυσίδες διαλύονται στα χερια σου. Πετάς ή πέφτεις;

 Παιδική χαρά σου λεει.

 Για τον έφηβο τι φτιάχτηκε; Πολυ μεγάλος για να κανεις αυτο, πολυ μικρός για να κανεις το αλλο. Ε, αυτο παίζεται με δυο άτομα, το αφήνουμε κατω. Θα πάρετε μια πρωτοβουλία για εμένα γαμω; Δεν μπορώ να σκέφτομαι για δυο, για τρεις, ήδη χάνω τον εαυτο μου.

 Κανε μου μια λίστα. Δωσμου εμπειρίες, ιδέες, σκεψεις και γνώσεις. Δείξε μου ο,τι όμορφο δεν αγοράζεται. Δεν μπορείς; Δεν σου έρχεται τωρα; Και ποτε θα έρθει;! Εγω τωρα ζω! Το χρειάζομαι τωρα, το θελω αμέσως. Και αν οχι εσυ τοτε ποιος; Πως; Ουτε ο άλλος; Ουτε ο επόμενος; Ουτε ο παραεπόμενος...

 Μα που κρύβεσαι...

Παρασκευή 3 Απριλίου 2015

Το πηγάδι γεμάτο ψυχές


 Και να ειμαι εδω, να πνιγομαι. Μια κουτάλια νερό την φορά, γέμισε το πηγάδι. Σιγά σιγά καποιος πέταξε και λιγο καφέ μεσα για να με κοροϊδέψει ή για να με ξυπνήσει, δεν ξερω, και ενα τσιγάρο που του είχα ζητήσει μα έσβησε αμέσως.

 Οταν η στάθμη του νερού έφτασε υπερβολικά ψηλά του ζήτησα σχοινί. Μου ειπε τέρμα οι χάρες. "Πρόσεχε τι εύχεσαι", τόνισε. Ναι είχα νευρα, και ναι γελούσε. Τι να τον κανω; Ίσα ίσα που τον έβλεπα. Ειναι αστείο γιατι αν μπορούσα να αλλάξω θέση μαζί του δεν θα το εκανα. Αφου μου άξιζε. 

 Οι τοίχοι του πηγαδιού γλιστρούσαν. Τα ήδη φαγωμένα νύχια μου δεν βοηθούσαν. Το κουρασμένο σώμα μου με πρόδωσε για άλλη μια φορά. Είχα υπάρξει ξανά σε κλειστά δωμάτια για πνιγμούς. Με την μονη διαφορά ειναι οτι τοτε είχα μια κιθαρα, μια πένα, καφέ, αλκοόλ και τσιγάρα. Τωρα πια έπαιζα εκτός γηπέδου. Δεν υπήρχαν παραθυράκια. Δεν υπήρχαν τα κατάλληλα λόγια.

 Καποιος πέθανε νέος και ηταν δικό του λάθος. Αποκλειστηκά δικό του. Ας τα ρίξουμε στην τύχη είχα πει και σταμάτησα να παλεύω για να μείνω στην επιφάνεια. Δεν πονούσα  αλλα ήξερα οτι πέθαινα. Για δεύτερη φορά. Τα ίδια. Δεν θα μάθω ποτε.

 Και αν νόμιζες οτι το νερό ηταν κρύο, που να άγγιζες τωρα την καρδια μου.


Πέμπτη 2 Απριλίου 2015

Εν Λευκώ

Έχει νόημα να γράφεις λευκά μόνο όταν το φόντο είναι μαύρο. Αυτά μας κάνει η νύχτα. Έβλεπα την καύτρα του τσιγάρου στη σκιά του.

Έλαμπε, καθώς οι αντανακλάσεις απ' τα φώτα του λιμανιού ζωγράφιζαν τα μάτια σου, που φώτιζαν τρεμάμενα στα σκοτεινά νερά του.

Είδα το ρολοϊ της πλατείας να πηγαίνει προς τα πίσω. Ήθελε να μου χαρίσει λίγη ώρα παραπάνω με τον εαυτό μου. 

Δεν καθρεφτίζονταν πια τίποτα. Δεν υπήρχαν πρόσωπα. Μονάχα χείλη που μου έλεγαν να σταματήσω. Και όχι, δε σταμάτησα.

Ακούστηκε ένα φερμουάρ να κλείνει. Θα ελεγα πως κάποιος κρύωνε αν δεν ήταν οι φωνές που κρύφτηκαν γιατί άκουσαν το ήλιο να γελάει. 

Όλοι κοιμούνται. Αν μπήξω στις φωνές τώρα θα με βάλουν στο τμήμα και δε θα ξέρω τι να τους πω. 

Όταν δε μιλάς είναι καλύτερα;