Τρίτη 14 Ιουνίου 2016

Ξέχασα



Ξέχασα να πάρω ανάσα, ξανά.
Ξέχασα να ανοιγοκλείσω τα μάτιά μου, καίνε.
Ξέχασα να βγάλω συμπέρασμα από τις σκέψεις μου, να πάρει ευχή.
Ξέχασα να σημειώσω εκείνη την ιδέα και την έχασα, πάλι.
Ξέχασα να γελάσω με το αστείο σου, λυπάμαι.
Ξέχασα να συμπαρασταθώ στην θλίψη σου, με συγχωρείς.
Ξέχασα να σου πω τι σημαίνεις για εμένα, δεν έχω δικαιολογίες.
Ξέχασα να κοιτάξω εκείνη την λεπτομέρεια, μάλλον θα χάθηκα.
Ξέχασα τα τσιγάρα μου, καλύτερα.
Ξέχασα να φάω, σιγά το νέο.
Ξέχασα να κοιμηθώ, το αναμενόμενο.
Ξέχασα να θυμηθώ, αστείο.
Ξέχασα να γυρίσω μια ώρα πίσω το ρολόι μου, άργησα.
Ξέχασα τα τα γενέθλιά σου, ελπίζω να πέρασες καλά.
Ξέχασα τι ήθελα να πω, μεγάλο κρίμα.

Ειναι πολύ νωρίς για να ξεχνάω τόσο πολύ. 

Τα δυο μας



Σε είδα μετά από καιρό. Το πρόσωπό σου ήταν θαμπό.
Παρα τα τόσα, χαμογελούσες για να χαμογελάσω κι εγώ, όπως έκανες πάντα άλλωστε. Η καμπούρα σου δεν έλεγε να ισιώσει με τίποτα. Καθε χρόνο και χειρότερα άλλα το έχεις σχεδόν πια ξεχάσει.

Σε θυμάμαι από μικρό, να κρυώνεις και να τρίζουν τα δόντιά σου και να βγαίνουν οι ανάσες σου ζεστές από το στόμα σου και να γίνονται υδρατμοί, ένα από τα πολλά παιχνίδια σου- να βλέπεις τους ατμούς να φεύγουν σαν καπνός από τσιγάρο και να το διασκεδάζεις. Τι πλάκα που είχε τότε. 

Μα ακόμα είσαι παγωμένος. Ακόμα μου λες πως δεν θες να κατεβάσεις τα μανίκια γιατί σε πνιγούν, γι΄αυτό βάζεις τα χέρια στις τσέπες και όλοι σε περνάνε για ψευτόμαγκα αλλά δεν καταλαβαίνουν. Παρε λίγο το παλτό μου, σου το λέω αυτό ακόμα και τώρα αλλά σε βαραίνει, το ξέρω.

Σου είπα ότι άλλαξες και εσύ με κοίταξες περίεργα.
Σαν να θύμωσες που σε κατάλαβα άλλα δεν μπορώ να πιστέψω πως διανοήθηκες έστω και για μια στιγμή ότι μπορούσες να μου κρυφτείς. Μου πέταξες μια φράση. Νιωθω ότι σε χάνω. Αναλογιστηκα μια απάντηση άλλα τελικά άπλα έγνεψα.

Θυμάσαι ρε 'συ; Τοτε που προχωρούσαμε ρε τα δυο μας.
Μεσα στα σκοτάδια, καλή ώρα. Στους δρόμους που ξέραμε τόσο καλά, όμως παίρναμε σε επανάληψη και επιτηδευμένα τη λάθος στροφή, να μην φτάσουμε ποτέ σπίτι. Δε θέλαμε να γυρίσουμε σπίτι. Και έτσι με αυτόν τον περίσσιο χρόνο ξαναπαίρναμε και δίναμε την υπόσχεση μας. Τη συμφωνία μας.

Μην αλλάξεις ποτέ γιατί εγώ σ’αγαπάω.
Μην άλλαξες ποτέ γιατί εγώ είμαι εδώ για εσένα.
Μην αλλάξεις για την πάρτη κανενός γιατί πάντα,
θα ξέρεις ότι έχεις εμένα. 

Ενταξει εαυτέ μου;

Χαρηκα που σε είδα και απόψε, μη χαθείς.




Η Ντουλάπα



Έχω μια συνήθεια που υιοθέτησα πρόσφατα. Πού και πού, όταν έχω χρόνο μα ακόμα κι όταν δεν έχω, όταν νιώθω ότι η ζωή δεν είναι τόσο πραγματική όσο φαίνεται να είναι, έχω την ανάγκη να πλησιάζω την Ντουλάπα. Συνήθως συμβαίνει το βράδυ, όταν δεν μπορώ να κοιμηθώ. 

Αφού πλησιάσω την Ντουλάπα, την ανοίγω απότομα με μια παιδική ελπίδα να δω κάτι πέρα από ρούχα. Δε μιλάω μόνο για φανταστικούς κόσμους. Στην πραγματικότητα μιλάω για το απρόβλεπτο. 

Ας είναι παράδεισος, ας είναι κόλαση.  Ας είναι έστω κάποιος κλέφτης ή ο γαμημένος Μπαμπούλας. Δε με νοιάζει, δε φοβάμαι κανέναν. Απλά δώσε μου κάτι που δεν περιμένω.


Ευχάριστη ή δυσάρεστη η έκπληξη, θα παραμείνει παρά αυτά μια εμπειρία, μια πρόοδος για κάτι που δεν μπορώ να σκεφτώ ο ίδιος ή τουλάχιστον μια νέα ιστορία για να διηγηθώ στο ημερολόγιο που δεν έχω.

Μέχρι στιγμής το περιεχόμενο της Ντουλάπας ήταν το αναμενόμενο. Όμως θα συνεχίσω να την ανοίγω. Ίσως να την ανοίγω σε λάθος στιγμή, ίσως με λάθος ταχύτητα, ίσως πάλι να θέλει απλά το χρόνο της.

Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί και σε περίπτωση που απαξιώνεις την προσπάθειά μου, θα πρέπει να ξέρεις ότι θα είσαι ο τελευταίος που θα μάθεις ποια θα είναι η έκπληξή της.

Σκουριά και Μαγιονέζα



Όταν την είδα ήταν σαν να έτρωγα σοκολάτα με μαγιονέζα.
Δεν είχα φάει ποτέ μου κι ακόμα κι αν ήξερα ότι θα με πονέσει η κοιλιά μου, ήθελα να τη δοκιμάσω. Ελπίζω να κατάλαβες ότι δε μιλάω πια για τη σοκολάτα.

Το χλωμό της πρόσωπο έδινε την εντύπωση μιας σβησμένης ψυχής, όμως τα κόκκινα μαλλιά της ήταν η χειροπιαστή απόδειξη ότι μέσα της έκρυβε φωτιά που κρατούσε για να ζεσταίνει μόνο την πάρτη της.

Ήθελα να δω την γλώσσά της να γλείφει αργά και σταθερά σκουριασμένο σίδερο. Ήθελα να της κλέψω κάποια έκφραση ή κάποιον ήχο.

Εκεί ήταν η καύλα, η ανάγκη για το γέμισμα στην περιέργεια μου.

Τα νύχιά της έπρεπε να μου γδάρουν την πλάτη.
Ο λαιμός της θα ήταν ομορφότερος γεμάτος με μπλε, 
μοβ σημάδια και μαύρες τρύπες. Γαλαξίες.

Έπρεπε να ακούσω τον τόνο της φωνής της να αλλάζει και τα πόδιά της να τρέμουν, τα μάτιά της να μένουν κλειστά ενώ ο ιδρώτας της να στάζει.

Γιατί αν άνοιγε τα μάτιά της, δεν θα μπορούσε να πιστέψει πως τα πάντα γύρω της θα είχαν αλλάξει, γεγονός που εκείνη δεν θα μπορούσε ποτέ να αποδεχτεί. 

Αυτή κράτησε τα μάτιά της κλειστά και εγώ τα άνοιξα.

Σκόνη στο μπάνιο



Έφτυσε σιχαμένα στο χώμα, το χώμα βράχηκε και βγήκε ένα λουλούδι. 
Το λουλούδι αργότερα το είδα φορεμένο ανάμεσα στα χείλη ενός χορευτή που χόρευε μόνος του κλακέτες.

Το κοινό, μια κοπέλα όλο κι όλο, ένιωσε δέος βλέποντας τον χορευτή. Ήθελε να γινεί και αυτή μέρος της παράστασης αλλά μέχρι να το αποφασίσει, ο χορευτής είχε κατέβει και αυτή είχε μεταφερθεί ήδη σε άλλο σκηνικό. 

Σε ένα μπαρ, με φόντο μπουκάλια γεμάτα ξίδι αλλά και λάδι, όπου ο μπάρμαν χάζευε τα αποτυπώματα των αφρών  που είχαν αφήσει τα μισοτελειωμένα ποτήρια μπίρας, των μισοτελειωμένων ανθρώπων, αντί να τα καθαρίζει. Σκέφτηκε πως ίσως να δουλεύει και έτσι, κανείς δεν πίνει το βράδυ καφέ, ‘δεν κάνει’ (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό). Πως αλλιώς να διαβάζεται η μοίρα για τους νυκτόβιους; 

Δε διαβάζεται, φτιάχνεται.

Ο μπάρμαν είπε στην κοπέλα ότι κλείνουν και πως θα έπρεπε να φύγει. Η κοπέλα κατευθύνθηκε προς την έξοδο, έστριψε προς το μπάνιο, είδε την πόρτα που έλεγε απάνω ‘έλξατε’ και αυτή μπήκε σπρώχνοντας.

Εκεί, βρήκε κάποιον που κοιτιόταν στον καθρέφτη και έπειτα κοιτούσε τον πάγκο, από όπου τραβούσε μυτιές. «Τι είναι αυτό;», ρώτησε εκείνη. 
«Σκόνη, αν θες σνίφαρε και εσύ», απάντησε εκείνος. Έτσι κι έκανε.
Ως έκπληξη της, συνειδητοποίησε ότι ήταν όντως απλή σκόνη. Η έκπληξη της ήταν τέτοια που όταν φτερνίστηκε σκόρπισε κομφετί σε όλο το δωμάτιο, μπαλόνια ξετρύπωναν από τις λεκάνες γεμάτα νερό, το μπάνιο ΄πλημμύρισε΄ με αυτά και τότε άρχισαν να σκάνε σαν πυροτεχνήματα. Από ασφυξία μάλλον. 

Έτσι έγινε όλο το μαγαζί … μπουγέλο.

Ο μπάρμαν κόντρα στο ρεύμα, τράβηξε το καζανάκι και όλα έγιναν συνηθισμένα. Το λουλούδι μαράθηκε, τα ποτήρια καθάρισαν, η ταμπέλα του μπάνιου έπεσε, η σκόνη και τα κομφετί χάθηκαν, τα μπαλόνια πέταξαν στο διάστημα και η κοπέλα πήρε τον σωστό δρόμο της εξόδου.


Ένα μπράβο στον βρομιάρη που έφτυσε το χώμα, άλλαξε πολλά, ακόμα και αν η κατάληξη ήταν ίδια, και ας μην το έμαθε ποτέ.

Δευτέρα 9 Μαΐου 2016

Το Μπαρ του Θυμού


Όταν ένας δικαστής σήκωσε το δάχτυλό του, έναντι ενός φτωχού ηλίθιου, στο χέρι έσφιγγε τρία δάχτυλα που έδειχναν τον ίδιο. Σε εμένα, σήκωσε το δάχτυλο γιατί είμαι διαφορετικός. Σιγά το νέο.

Είμαι ένα βουνό. Αν ο Μωάμεθ δεν έρθει, τότε καλύτερα. Είμαι καλά και μόνος μου. Για δες, η παροιμία έκανε λάθος. Είμαι σαν το φελλό του κρασιού που έστειλαν πίσω. Είμαι οι κάλλιοι στα γόνατα όσον προσευχήθηκαν υπερβολικά και δεν εισακούστηκαν ποτέ τους.

Είμαι όπως ο άνεμος. Πάω όπου με πάει, αλλά είμαι πάντα εδώ.
Είμαι το δαχτυλίδι της νύφης, το οποίο έβγαλε και μου το πέταξε. Τότε της είπα «καλύτερα έτσι, είμαι καλύτερα μόνος μου, χωρίς φίλους, χωρίς εραστές». Κοιτάω τη  δουλειά μου.

Είμαι η μαύρη τρύπα, ενός πεσμένου δοντιού από το χαμόγελο της τύχης.
Και κοίτα κατάσταση. Κοίτα πως, το πιο άτυχο και επικίνδυνο πράγμα που έχω ζήσει, είναι η ζωή. Που με το που γεννιέσαι, γυρνάς, γνωρίζεις, μαθαίνεις και αλληλεπιδράς. Αλλά από τη ζωή, δε βγαίνεις ζωντανός. Μόνος ένας τα κατάφερε, μα τον είχαν στείλει.

Περίεργοι καιροί. Μα αν ξαναγεννηθώ, θα ήθελα να ξαναγεννηθώ ο εαυτός μου, με την υπόσχεση ότι θα με κάνω να κάνω περισσότερο σεξ και παρακαλώ το Θεό να βάλει κανένα άνθος παραπάνω στο δρόμο για να το δώσω σε κάθε κορίτσι που δεν μου έχει δώσει. «Ει, ομορφιά, κράτα το, δικό σου».

Και τώρα που νυχτώνει και έρχεται το ηλιοβασίλεμα, τέσσερα παιδάκια έχουν μαζευτεί και παίζουν τους αστροναύτες δίπλα σε κάτι άστεγους. Κοίτα με πόση προσοχή κάνουν όλη αυτή τη φαντασία περιπέτεια. 

Για όλα τα παραπάνω, κάνω μια πρόποση, σε όποιον είναι σαν και εμένα, στο μπαρ του θυμού. Και όσο περισσότερο πίνω, τόσο περισσότερο διψάω. Αυτά τα γαμημένα  ποτήρια είναι γεμάτα άμμο, μα το νερό εδώ απαγορεύεται.

Παρασκευή 6 Μαΐου 2016

Ζητείται Καντηλανάφτης

Η μάγισσα
πάντα φρόντιζε να προσέχει το καντήλι της.

Ήταν φτιαγμένο από μέταλλο που φαινόταν να σκουριάζει με τον καιρό.

Τόσος καιρός.

Τέσσερα τζαμάκια αγκάλιαζαν το κόκκινο κερί που βρισκόταν μέσα του.

Ήταν κρεμασμένο ψηλά,
για να μην το φτάνει κανείς άλλος.

Το κερί αυτό σκορπιζόταν πάνω σε γράμματα εραστών.

Ήταν παρόν, στους θρήνους των αγαπημένων.

Χάριζε ηρεμία στα παιδιά που φοβόντουσαν το σκοτάδι,
έδειχνε τον δρόμο στις χαμένες ψυχές
και δώριζε ζεστασιά στις παγωμένες καρδιές.

Με τον καιρό τα πράγματα δυσκόλευαν κάπως.
Η μάγισσα γερνούσε και ο αέρας,
φυσούσε.

Το κερί έλιωνε και γινόταν όλο και πιο μικρό,
έτοιμο να πνίξει την φωτιά του, 

στην ίδια του την ύπαρξη.

Η φλόγα εξαφανιζόταν
σιγά-σιγά
κι έπειτα φούντωνε ξανά με τις προσπάθειες
της μάγισσας.

Αχ, ευτυχώς κι αυτή.

Μια μέρα όμως, η μάγισσα βρέθηκε στο κρεβάτι.

Βαριά άρρωστη.

Άφησε την τελευταία της πνοή
στο καντήλι,
σβήνοντας το κερί για πάντα.

Εξαλείφοντας τη μαγεία
απ' όλον
τον
κόσμο.

Το φως πέθανε.
Το ψύχος κυρίευσε.

Κι οι καπνοί απ' το σβησμένο κερί έπαιρναν σχήματα.
Θανάτου, φόβου, φθόνου και θλίψης.

Και τώρα;

Ε, και τώρα …


Ζητείται καντηλανάφτης.