Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2016

Αρρω(στημένη) Παρά-σταση

Νόμιζα πώς ήμουν ελεύθερος. Μα έκανα λάθος. Τώρα στέκομαι πάνω στο σανίδι. Εγώ είχα μάθει μονάχα να θαυμάζω. Όλοι οι άλλοι έχουν μάθει τα λόγια τους. Όλοι ξέρουν πώς ξεκίνησε το έργο, πώς συνεχίζει και πώς θα τελειώσει. Μα εγώ εκεί. Αφώνος. Εδώ η φαντασία σκοτώνει.

Πού στο διάολο είναι τα λόγια μου και κάθομαι και κοιτάω σαν χαζός; Μα δεν έχει σημασία. Νομίζατε κι εσείς ότι μπορείτε να πάρετε την κατάσταση στα χέρια σας ε; Ό,τι και να πω, ό,τι και να κάνω, οι καλοί ηθοποιοί θα το φέρουν εκεί που θέλουν όποτε το θέλουν.

Θα σε κάνουν να ξεχάσεις ότι είσαι πάνω στη σκηνή. Θα τραβήξουν τα φώτα πάνω τους. Θα τους ερωτευτείς. Θα ανεβάζουν στο ταβάνι χάρτινα αστεράκια και θα ρίξουν έναν δίσκο στο πικάπ λίγο πριν οι κουρτίνες κλείσουν.

Δεν είμαι ηθοποιός. Δεν είμαι θεατής. Είμαι κάποιος που δεν έχει δουλειά να βρίσκεται εκεί που βρίσκεται. Χαμογέλα για τη φωτογραφία. Μα μετά το φλας αυτή πάγωσε στο μυαλό μου και δεν μπορώ πια να κλείσω τα μάτια μου γιατί τη βλέπω μπροστά μου.

Σαν το πεντάχρονο που δεν μπορεί να κοιμηθεί μετά την τρομακτική ταινία που είδε. Κι εγώ τρομάζω τώρα. Γιατι φοβάμαι μήπως τα γέλια, τα δάκρυα και οι φωνές δεν είναι αληθινές. Φοβάμαι μήπως οι αμφιβολίες για το πού πατάω με καταπιούν.

Να πέσουν οι κουρτίνες, να σβήσουν τα φώτα, να τελειώσει η παράσταση.


Εγώ σεναριογράφος ήθελα να γίνω. Πώς κατέληξα έτσι; Τί κάνω εδώ; Τι να πω; Με κοιτάνε, ντρέπομαι, βοήθεια.



Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2016

Το Αστεροκοπείο


Μακριά, πολυ μακριά, ούτε καν στην γη, ούτε καν σε αυτόν τον γαλαξία. Σε καποιον πλανήτη που δεν εχει ανακαλυφθεί ακομα και πιστεύω πως ούτε πρόκειται, (ναι) κάπου εκεί, υπαρχει το σημαντικότερο εργοστάσιο του σύμπαντος. 

 Το Αστεροκοπείο. Κάθε λεπτό που περνάει, κόβει τα ετοιμοθάνατα αστέρια, υμνώντας κύκνεια άσματα. Γίνονται ευχές αγαπητέ μου.

Οι ευχές αυτές προβάλλονται σε κάθε έναν απο εμάς σε μορφή πεφταστεριών.
Τα αστέρια έχουν αυτή τη μικρη στιγμή διαύγειας ως προοικονομία για τον πιο όμορφο θάνατο του κόσμου, γι' αυτά και για εμάς.

Όμως, πολλές φορες νιώθουν πως πεθαίνουν μάταια. Οι άνθρωποι ξέχασαν να κοιτούν τον ουρανό το βράδυ. Έπαψαν να ψάχνουν για τα πεφταστέρια. Σταμάτησαν να πιστεύουν στις ευχές ακόμα κι αν ανέκαθεν κατηγορούσαν το σύμπαν για τις συμφορές τους.

Τα παραπάνω λόγια μπορείς να τα εκλαβεις ως ένα πρόχειρο παραμύθι για παιδια ή ως ένα κακόγουστο αστείο. Δεν θα τα έπαιρνες ποτε στα σοβαρά γιατί φοβάσαι τις πιο απλές ερωτήσεις. 

Αν είχες μια ευχή, τι θα ζητούσες; 

Εγώ θα ζητούσα να μην στεναχωριουνται τα αστέρια που δεν τα είδε ποτέ κανείς να πέφτουν. Θα πέθαναν έτσι κι αλλιώς. Το καθήκον τους το έκαναν.

Φώτισαν, άκουσαν, βοήθησαν και δε ζήτησαν ποτέ τους τίποτα. Τους φορτώθηκαν τόσα φταιξίματα, πάθη και λάθη.

Τι καλύτερο μπορούσαν να κάνουν, μου λες;




Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2016

Θέλω να λάμψεις. Τώρα.

Σταμάτα να κυνηγάς αυτή σαν ζώο υπό εξαφάνιση. Εσύ είσαι το ζώο. Εσύ που φορτώνεις τη ζωή της γεμάτος προσδοκίες. Δεν είναι κάτι το άπιαστο, όσο και να θέλεις να πιστέψεις πως είναι.

Είναι βαρύ το φορτίο και ατελείωτη η πίεση. Ακόμα και ο βαθύτερος ωκεανός έχει πάτο και τελειώνει με χώμα. Αν σκαλίσεις λίγο ακόμα θα βρεις εκρήξεις και φωτιές.

Μην πιέζεις τον ζωγράφο να ζωγραφίσει. Μην πιέζεις τον ποιητή να γράψει και την μπαλαρίνα να χορέψει. Η έμπνευση και η διάθεση δεν έρχονται με παραγγελία.

Γιατί αν το κάνεις, τότε θα απογοητευτείς. Αλλά ποιος νοιάζεται για εσένα; Αυτό που πονάει είναι ότι θα απογοητευτεί η ίδια που δεν μπόρεσε να σε ικανοποιήσει όπως νόμιζες ότι μπορούσε. Και δεν θέλει να απογοητεύει. Ειδικά εσένα που σημαίνει τόσα γι’ αυτή.  Η απογοήτευση σφάζει την ψυχή.

Γι’ αυτό θαύμαζε την όσο κάνει τις τρίχες σου να σηκώνονται απ’ το δέρμα σου. Θαύμαζε την όσο κάνει τις πεταλούδες στο στομάχι σου να ξενυχτάνε. Θαύμαζε την όσο τα μάτια της λάμπουν.

ΜΑ.

Όταν έχει κρύο κι αστραπές, όταν το γυαλί ραγίσει, όταν το χαμόγελό της κρεμάσει και τα μάτια της δακρύζουν μέχρι να αποκοιμηθεί, τότε εσύ πρέπει να την αγκαλιάσεις. Όχι επειδή πρέπει, αλλά επειδή το θες. Αν δε θες φύγε τώρα πριν να είναι αργά και σταμάτα να διαβάζεις.

Αλλά αν την αγκαλιάσεις τότε το γυαλί θα λιώσει για να γίνει ξανά ένα. Κι αν δε γίνει, τότε θα το κάνεις ξανά την επόμενη μέρα. Και ξανά και ξανά και ξανά μέχρι να μην μπορεί να πάρει ανάσα. Μα τότε είναι που θα πάρει.


Κι όταν πια θέλει και μπορεί, θα λάμπει ακόμα περισσότερο, χωρίς προσπάθεια για εσένα και γι’ αυτή. Γιατί θα ξέρει ότι δεν περιμένεις τίποτα, γι'αυτο και θα σου δώσει τα πάντα.


Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2016

Αίμα στο χαρτί

Ο συγγραφέας καθόταν στο γραφείο. Πάνω σ’ αυτό βρισκόταν μια λάμπα πετρελαίου που τρεμόσβηνε προστατεύοντας τον απ’ το σκοτάδι αλλά όχι απ’ τις σκιές.

Χάιδευε την πένα του πάνω σε κιτρινισμένα χαρτιά με νάζι αναζητώντας τα όνειρά του. Κάθε φορά που το μελάνι τελείωνε τη βουτούσε ξανά στη θήκη με το μελάνι.

Δίπλα του ένα τασάκι που μέσα του καιγόταν για ώρα ένα τσιγάρο κάποιας φτηνιάρικης μάρκας γεμίζοντας με καπνό και εθισμό όλο το δωμάτιο. Στα αριστερά του ένα μπουκάλι κρασί- σχεδόν άδειο, ενώ στα δεξιά, ένα γεμάτο για την ώρα ποτήρι.

Έκανε κρύο μα τα παράθυρα ήταν κλειστά. Μήπως το κρύο ερχόταν από μέσα; Οι σταγόνες της βροχής έγλειφαν τα παράθυρα κι έπειτα τα θάμπωναν με τις ανάσες τους.

Η άκρη της πένας στέγνωσε μα η νύχτα είχε φέρει εξάντληση συσσωρευμένης αϋπνίας στον άντρα ο οποίος δεν ήθελε να αφήσει κάτω την αγαπημένη του. Μα σαν προσπάθησε να την υγράνει, την άφησε να κάνει βουτιά στο ποτήρι με το κόκκινο κρασί.

Τώρα διψούσαν και οι δύο. Τώρα η πένα έγδερνε το χαρτί και του άφηνε πληγές και σκισίματα. Μεθυσμένες λέξεις χάραζαν πορείες και επιλογές με τις ανάλογες συνέπειες. Το κρασί γινόταν αίμα.

Τότε αυτός άνοιξε τα μάτια. Βρισκόταν στην κηδεία του θύματος του. Να το κοιτάζει από ψηλά. Να σκέφτεται αν υπάρχει ένοχη σκέψη εάν αυτή δεν ακολουθείται απ’ την πράξη.

Να κατηγορεί εκείνη, το κρασί, την ομίχλη του δωματίου και την παράνοια της αϋπνίας του. Να κατηγορεί το κρύο και τη βροχή, το εξαντλημένο φως. Να κατηγορεί όσα ήθελε να έχει για να μην κατηγορήσει τον ίδιο ούτε τώρα, ούτε ποτέ, ούτε στο ελάχιστο.


Και σαν συνήλθε, έπιασε να δει όσα είχε γράψει. Άρπαξε τη μελανοθήκη και την άδειασε πάνω στα γραπτά. Το μελάνι μουτζούρωσε τα πάντα. Μα τι άλλαξε; Αφού ξέρει, ξέρω, ξέρεις, ξέρουμε.

       



Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2016

Παλεύοντας Δαιμόνια

Τα γδαρσίματα πάνω στον καθρέφτη χάραζαν το χρόνο. Παπαρούνες της αγκάλιαζαν το δέρμα. Ένα ξεκούρδιστο βιολί υμνούσε παλιές μελωδίες που έκλαιγαν μυστήριο.

Το πορφυρό φόρεμά της σηκωνόταν.
Το πορφυρό φόρεμά της ήταν μαύρο.

Έπλεε στο πάτωμα. Τα φαντάσματα της χάιδευαν την πλάτη σαν λεπτό σεντόνι του καλοκαιριού. Ένα πέπλο φτάνει για να κρατήσεις πνεύματα και δαιμόνια μακριά μα όχι όσα είχε εκείνη μέσα της.

Φώναζαν να βγουν, φώναζε και η ίδια. Έβηχε και πνιγόταν σε κάθε λυγμό, σε κάθε σταγόνα- ιδρώτα, δακρύων, σάλιων και ηδονής.

Τα τζάμια έσπασαν, η κολόνια της δε μύριζε πια. Το ρολόι χτυπούσε ανελέητα καρφώνοντας τους δείκτες του όσο πιο βαθιά της γινόταν.

Και όταν πια ξέρασε το κακό, λίγο πριν λιποθυμήσει πλησίασε όσα είχε μέσα της μέχρι στιγμής. Ένιωθε τόσο κενή. Τα κεριά έλιωναν και το σκοτάδι σκότωνε τη φλόγα τους.

Το κραγιόν της ήταν παντού εκτός απ΄τα χείλη της μα παρέμεναν ακόμα και τότε κόκκινα. Τα γαλανά της μάτια δεν είχαν πια ουσία καθώς έκλειναν σε κάθε αργοπορημένο χτυποκάρδι.   

Έτσι οι γλώσσες μπήκαν μέσα, τα δαιμόνια πήραν όσα ήθελαν και θα το ξαναπάρουν το επόμενο βράδυ. Αν ξημέρωνε ποτέ.

 



Κυριακή 21 Αυγούστου 2016

Πληγές κι Αλάτι

Γαμώτο και πληγές. Πολλές πληγές που ραντίστηκαν από καθάρματα με μαύρο αλάτι για να πονέσει λίγο περισσότερο, για να δούμε πόσο αντέχει κανείς. Και αφού πέρασαν τα χρόνια και οι φωνές σώπασαν γιατί οι λαιμοί κόπηκαν, οι πληγές γίναν τραχύ δέρμα.

Για όσα πονούσα, δεν πονάω πια. Για όσα μόχθησα τα έχω βρει αν και σπασμένα. Τώρα δε μοχθώ και ασχημαίνω. Σαν τίποτα να μη μου λείπει, μα αυτό μου λείπει. Μου λείπουν οι πληγές μου, μου λείπουν τα εμπόδια που θέλω να σκοντάψω. Δεν ξέρω αν είμαι άδειος ή γεμάτος.

Δε θέλω τη γνώμη σου. Συνήθισα να μιλάω μόνος μου, να κοιτάω μόνος μου, να σκέφτομαι μόνος μου. Μα το ενδιαφέρον δεν κερδίζεται παρά μόνο αν μοιάζει με εσένα και είναι βαριά τιμωρία για τα κλειστά μυαλά του κόσμου. 

Πόσο ξεχωριστός νομίζεις πώς είσαι; Και εγώ έτσι νόμιζα μέχρι που με άκουσα να μιλάω. Αλλά είναι μια αρχή να ακούς. Να σε ακούς λοιπόν. Ακόμα και αν μιλάς στον εαυτό σου.

Δε γίνεται να λες άλλα και να κάνεις άλλα. Δεν είναι πρέπον. Αν δε σε νοιάζει το πρέπον μην πας και λες σε όλους πως ξέρεις τι σου γίνεται. Από ψέμα χορτάσαμε. Κρύψε την αλήθεια. Είναι διαφορετικό(;).


Ποια θάλασσα συναισθημάτων μπορεί να φέρει στην επιφάνεια αλήθειες αν δεν περιέχει αλκοόλ ή μίσος; Σώπασε τώρα. Ακούς τα κύματα που σπάνε στους κρυστάλλινους βράχους; Σκουριάζουν.


Τετάρτη 3 Αυγούστου 2016

Το Φως μου


Σε μια παραλία, το βράδυ της όγδοης μέρας της εβδομάδας, μια παρέα ατόμων είχε μαζευτεί γύρω απ' τη φωτιά. Όλα ήταν εκεί. Η ζεστασιά της φωτιάς, αυτοί, το κρασί, τα τσιγάρα, οι κιθάρες και φυσικά, εσύ.

Εσύ γλυκιά μου. Που αν μου έλεγες ότι τα μάτια σου μπορούν να λάμψουν περισσότερο δε θα το πίστευα, μέχρι που το είδα.

Με κοιτούσες με το βλέμμα που έλεγε συγγνώμη χωρίς να χρειαστεί να σαλέψουν τα χείλη σου. Μου έλεγαν πως είσαι δικιά μου όμως δεν ήσουν.

Αυτό το χαμόγελο που προσπαθούσε να πει ψέματα, ήταν το μόνο ψέμα που θέλησα ποτέ μου να πιστέψω. Και ξαφνικά όλα χάθηκαν.

Μείναμε οι δυο μας να κοιταζόμαστε και η φωτιά να μας ζεσταίνει λίγο περισσότερο απ' το επιθυμητό. Έπρεπε να σπάσει η σιωπή αλλά δε μιλούσες.

Άρχισε να ακούγεται ένα soundtrack κάποιας σαχλής ρομαντικής ταινίας και ήξερα ότι αν δεν έλεγα κάτι εγώ, η μουσική θα τελείωνε και θα μέναμε άπραγοι.

Γι' αυτό πήρα μια ανάσα και έβγαλα το αγαπημένο μου πουκάμισο και το πέταξα στην φωτιά για να σε φωτίσει λιγο περισσότερο.

Ξέρεις, γιατί είναι απαράδεκτο και άκρως ακατάδεχτο να σβήσει η φωτιά και να σκοτεινιάσει το πρόσωπό σου.

Να λάμπεις σε παρακαλώ, γιατί είναι το μόνο που χρειάζομαι στον κόσμο.