Η επαφή κάνει την ραχοκοκαλιά μου να ανατριχιάζει. Σφίγγω το σώμα μου στο εσωτερικό του και βογκάω με αγανάκτηση.
Σα να ραυω μόνος μου τις πληγές μου και τα ράμματα σπάνε στην πρώτη αυθόρμητη κίνηση.
Με κάνω εικόνα.
Θλιβερή εικόνα.
Θέλω να φωνάξω βοήθεια.
Όμως δεν αφορά κανέναν, κάθε φορά που απομακρύνω τα χέρια μου από τη θαλπωρή μιας τσέπης και τα απλώνω ελπιδοφόρα, αυτά πάντα επιστρέφουν πιο κρύα.
Σιγά σιγά σταματάω να τα νιώθω και τρομάζω στη σκέψη πως είτε πόνος, είτε ανυπακοή, το να μη νιώθω, θα εξαπλωθεί- και τελικά δε θα μπορώ ούτε εγώ να με φροντίσω.